ἀρβύλη
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A strong shoe coming up to the ankle, half-boot, used by country people, hunters, travellers, A.Ag.944, Fr.259, E.Or. 1470 (lyr.); πηλοπατίδες ἀ. Hp.Art.62; αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα with shoes and all, E.Hipp.1189 (wrongly expld. by Eust. as = δίφρος, the stand of the charioteer), cf. Ba.1134; cf. ἄρμυλα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρβύλη: [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν ὑπόδημα ἐξικνούμενον μέχρι τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ ταῦτα οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ συχν. ἐν Εὐρ., Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβὰς Ὀρέστ. 1470˙ πηλοπατίδες ἀρβύλαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828˙ αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα, δηλ. ὡς ἦτο μετὰ τῶν ὑποδημάτων τοῦ κυνηγίου˙ ὁ σχολιαστὴς ὅμως δίδει ἄλλην ἐξήγησιν ἐκλαμβάνων τὴν λέξιν ταυτόσημον τῷ ἐν τῷ δίφρῳ μέρει, ἔνθα ἵστατο ὁ ἡνίοχος, «ταῖς τοῦ ἅρματος (ἀρβύλαις) περὶ τὴν ἄντυγα, ἔνθα τὴν στάσιν ἔχει ὁ ἡνίοχος» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1189, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ. Πρβλ. Βάκχ. 1134 καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχ.