ἐπιπολή

From LSJ
Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπολή Medium diacritics: ἐπιπολή Low diacritics: επιπολή Capitals: ΕΠΙΠΟΛΗ
Transliteration A: epipolḗ Transliteration B: epipolē Transliteration C: epipoli Beta Code: e)pipolh/

English (LSJ)

, ἐπιτέλλω (B)) pl. Ἐπιπολαί, αἱ, the Rise, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex (Euryalus), Th.6.96, etc.    2. sg., surface, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.SD2.7, Gal.2.626.    II. elsewh. only in gen., ἐπιπολῆς, as Adv., on the top, Hdt.2.62, Arist.GA747a5, etc.; κάτω μὲν καὶ ἐ .... ἐν μέσῳ δέ . . X. Mem.3.1.7; λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.Oec.19.4; ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα uppermost, Hp.Art.77; τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.Phlb.47c, cf. 46e; of arguments, ἐ. εἶναι to be superficial, Arist.Rh.1400b31; but τὰ παντελῶς ἐ. quite simple tasks, D.61.37; πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν Arist. HA622b25, cf. Rh.1376b14.    2. as Prep., c. gen., on the top of, above, τῶν πυλέων Hdt.1.187, cf. Ar.Ec.1108, Pl.1207.    3. with other Preps., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Hdt.4.201; ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι D.S.5.38; οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο made a deep impression, Luc.Nigr.35, etc. (condemned by Phryn.PSp.67 B., Luc. Sol.5); δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc. ap. Ath.9.398a; so ἐν ἐπιπολῇ, = ἐπιπολῆς, Str.12.7.3.

German (Pape)

[Seite 972] ἡ, die Oberfläche, erst Sp., wie Strab. τὸ ἐν ἐπιπολῇ XII, 570; vgl. Lob. zu Phryn. p. 126 ff. – Sonst nur im gen. ἐπιπολῆς, adverbial, auf der Oberfläche, obenauf, Her. 2, 62; Xen. Oec. 19, 4 u. öfter; τὸ ἐπιπολῆς, Plat. Phil. 46 d; τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ ἐντὸς κερασθέντων 47 c; Folgde; – c. gen., oberhalb, Her. 1, 187; Thuc. 6, 96 (auch καθύπερθε ἐπ. ξύλων 4, 201); Ar. Plut. 1207. – Auch ἐξ ἐπιπολῆς, Arist. probl. 1, 43; Luc. Nigr. 35 u. a. Sp. – Deutlich, offenbar, ἰδεῖν Arist. H. A. 9, 38 rhet. 1, 25; διὰ μὲν ἀργίας καὶ τὰ παντελῶς ἐπιπολῆς δυσχείρωτά ἐστι Dem. 61, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολή: ἡ, (ἐπιπέλομαι) ἐπιφάνεια, Ἀριστ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 7, Γαλην., κλ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 126 κἑξ. ΙΙ. δόκιμοι συγγραφεῖς μεταχειρίζονται τὴν λέξιν μόνον κατὰ γεν., ἐπιπολῆς, ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, εἰς τὸ ἄνω μέρος, ἐπιπολῆς δὲ ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον Ἡρόδ. 2. 62, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· κάτω μὲν καὶ ἐπιπολῆς..., ἐν μέσῳ δέ.., κάτω μὲν καὶ εἰς τὸ ἄνω μέρος... ἐν τῷ μέσῳ δέ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 1, 7· λίαν ἐπ. πεφυτευμένα ὁ αὐτ. Οἰκ. 19, 4· ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα, ἔχοντα τὸ παθὸν βλάβην σκέλος ἀνώτατα, ὑψηλότατα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837· τὸ ἐπ., ἡ ἐπιφάνεια, τοῦ σώματος τὸ ἐπ. τε καὶ ἐντὸς Πλάτ. Φίληβ. 46 D, πρβλ. 47C. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ἐπάνω, ὑπεράνω, ὑπέρ, τῶν πυλέων Ἡρόδ. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1108, Πλ. 1207, καὶ ἴδε κάτω· IV. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιπολῆς· ἀνωτάτω, ἐπιπλέον». 3) μετ’ ἄλλων προθ., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Ἡρόδ. 4. 201· ἐξ ἐπ. Διόδ. 5. 38, Λουκ. Νιγρ. 35, κλ. (ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 17, ὁ Βεκκ. παραλείπει τὴν πρόθεσιν ἐξ, πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Προβλ. 1. 43)· δι’ ἐπ. Σέλευκ. Παρ’ Ἀθην. 598Α· οὕτως, ἐπιπολῇ = ἐπιπολῆς, Στράβων 570. ΙΙΙ. σαφῶς, φανερῶς, πᾶσίν ἐστιν ἐπιπολῆς ἰδεῖν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. IV. Ἐπιπολαί, χωρίον ὑπερκείμενον τῶν Συρακουσῶν, κατωφερὲς μὲν πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀπόκρημνον δὲ ἑκατέρωθεν, καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαὶ Θουκ. 6. 96.