δατέομαι

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰτέομαι Medium diacritics: δατέομαι Low diacritics: δατέομαι Capitals: ΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: datéomai Transliteration B: dateomai Transliteration C: dateomai Beta Code: date/omai

English (LSJ)

Il.18.264, etc., irreg. inf. δατέασθαι (

   A v.l. -έεσθαι) Hes. Op.767: fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354 (tm.): aor. ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208, Il.1.368, etc.; Ion. δασάσκετο 9.333 (δια-, tm.): pf. δέδασμαι Diog.Apoll.3, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138; τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν 1.368; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511, cf. Od.2.335, etc.; χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters, κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112; μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' 3.66; ὑπέστην Ἕκτορα . . δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr.450.    2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121.    3 cut in two, τὸν μὲν . . ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394.    II in act. sense, simply, divide, τρεῖς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν having divided into.., Hdt.7.121; divide or give to others, τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ . . τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216; τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279; μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43, Oec. 7.24; τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27: pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF1329.— Ep. and Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)

German (Pape)

[Seite 524] (vgl. δαίω), nur praes. u. impf., theilen; δατεώμεθα ληίδα Iliad. 9, 138. 280; κρέα δατεῦντο Odyss. 1, 112, in Portionen zerlegen; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω ἡδεῖαν, τῆς δ' οὔτι θεοὶ μάκαρεσδατέοντο, οὐδ' ἔθελον, sie verzehrten, genossen, Iliad. 8, 550, unächter Vers; τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, er wurde übergefahren, die Räder theilten, d. h. zerstückelten seinen Leib, Iliad. 20, 394; ταὶ (ἡμίονοι) δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήια πυκνά, »sie zertheilten den Boden mit den Füßen«, entweder = sie zerstampften den Boden bei'm Auftreten, oder = sie legten den Weg schrittweise zurück, vgl. carpere viam, Iliad. 23, 121; ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται, »sie theilen die Kraft des Ares«, soll ohne Zweifel bedeuten »sie kämpfen«, offenbar eine unklare Vorstellung, Iliad. 18, 264. – Folgende: Pind. Ol. 7, 55 Her. 1, 216.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰτέομαι: Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· δάσομαι Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. πατέομαι, ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-δατέομαι. (Ἴδε ἐν λ. δαίω Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - μένος Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι μέρος, δηλ. εἶναι ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι, νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) κόπτω εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, ἁπλῶς = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. ἐνδατέομαι.