ἔποικος
English (LSJ)
ὁ,
A settler, sojourner, Pi.O.9.69. 2 stranger, alien, S. El.189 (lyr., as fem.), cf. Pl.Lg.742a, GDI5048 (Crete). 3 more freq., colonist, Ar.Av.1307, IG9(1).334.5 (in Locr. form ἐπίϝοικος), ib.12.397 ; ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν, Th.2.27, Isoc.5.6 ; esp. of additional settlers, ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι, Arist.Pol.1303a28,37 ; λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.Aet.Oxy.2080.69, cf.Ant.Lib.4.4, al. II neighbouring, ἔ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος A.Pr.411(lyr.). 2 Subst. neighbour, S.OC506.
German (Pape)
[Seite 1007] der nach einem schon bewohnten Orte geht u. sich dort niederläßt (ein Haus dazu baut), der Ansiedler, Pind. Ol. 9, 74, wo der Schol. erkl. τοὺς ἐνοικοῦντας ξένους; ἐποίκους ἔπεμψαν Ἀθηναῖοι Thuc. 2, 27; Folgde; ἐποίκους ἀποστέλλειν εἰς χώραν Isocr. 5, 6. Vgl. aber ἄποικος. – Ankömmling, Fremdling, δοῦλος καὶ ἔποικος Plat. Legg. V, 742 a; Soph. El. 182. – Der Anwohnende, Nachbar, Soph. O. C. 507; adj., ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος Aesch. Prom. 409, wenn es nicht allgemeiner "bewohnt" ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποικος: ὁ, ὁ ἐγκατασταθεὶς μεταξὺ ξένων, Πινδ. Ο. 9. 105· ἐντεῦθεν, ξένος, ἀλλότριος, ὁ μηδὲν δικαίωμα πολιτικὸν κεκτημένος, παραπλήσιον τοῦ μέτοικος, Σοφ. Ἠλ. 189 (ὡς θηλ.), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 2602. 2) συνηθέστερον, ὁ ἀπερχόμενος ἢ πεμπόμενός που ὡς μετανάστης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1307· ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν Θουκ. 2. 27 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἰσοκρ. 83C· δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11 καὶ 13· πρβλ. ἄποικος, σύνοικος. ΙΙ. γείτων, γειτονικός, ἐπ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος Αἰσχύλ. Πρ. 410· γειτνιάζων, Σοφ. Ο. Κ. 506.