γαληνός

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαληνός Medium diacritics: γαληνός Low diacritics: γαληνός Capitals: ΓΑΛΗΝΟΣ
Transliteration A: galēnós Transliteration B: galēnos Transliteration C: galinos Beta Code: galhno/s

English (LSJ)

όν (ή, όν Cat.Cod.Astr.1.136),

   A calm, esp. of the sea, γαλήν' ὁρῶ (neut. pl.) I see a calm, E.Or.279; of persons, gentle, Id.IT345; γ. προσφθέγματα Id.Hec.1160; γαληνὴ ἕξις μετώπου Arist. Phgn.812a1; βίος Pl.Ax.370d, Ph.1.411; τὸ γ. Them.Or.34p.459D.; as title, γαληνότατος δεσπότης PGrenf.1.60.16 (vi A. D.). Adv. -νῶς D.L.9.45: Comp. -νότερον J.BJ1.28.2.

German (Pape)

[Seite 472] όν, windstill, ruhig; vom Meere Eur. Or. 279; Luc. D. Mar. 10, 2; übh. ruhig, heiter, προσφθέγματα Eur. Hec. 1160; εἴς τινα I. A. 345; βίος Plat. Ax. 370 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαληνός: -όν, ἥσυχος, ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) βλέπω γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· γ. ἦμαρ, κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, μαλακός, ἤπιος, Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ ἕξις μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.