μετάφημι
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
A speak among persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. μετέφη), c. dat. pl., τῇσιν (sc. δμῳαῖς) μ. Od.18.312; πάντεσσι θεοῖσι Il.19.100: elsewh. Hom. always joins it with τοῖς or τοῖσι, whether a single person is addressed, as in Il.2.411, 4.153, 19.55, or more than one, as in Od.8.132:—μετέφη c. acc. pers. is f. l. in Il.2.795.
German (Pape)
[Seite 156] (s. φημί), wie μεταυδάω, unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, sc. δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.
Greek (Liddell-Scott)
μετάφημι: ὡς τὸ μεταυδάω, ὁμολῶ μεταξύ τινων, ἑπομένως, ἀποτείνω τὸν λόγον, ἀγορεύω πρός..., Ὅμ. (ὅστις ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, ὅπερ ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον πρόσωπον γίνεται λόγος, ὥστε ἐνταῦθα τὸ τοῖς δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. μετεῖπον.