μεταυδάω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
A speak among, and so address, in Hom. always c. dat. pl., ἀθανάτοισι Od.1.31; ἔπεα Τρώεσσι Il.8.496; ἔπε' Ἀργείοισι 2.109, cf. 18.139, al., and always in 3sg. impf. μετηύδα, exc. 1sg. μετηύδων Od.12.153, 270; τοῖον ἔπος πάντεσσι μετηύδα A.R.2.773.
II later c. acc. pers., accost, address, ib.54, Mosch.4.61.
German (Pape)
[Seite 155] unter, zu Mehreren sprechen, c. dat. plur. der Personen, unter oder zu denen man spricht; gew. in der Form μετηύδα, Il. 15, 103, ἔπε' Ἀργείοισι μετηύδα, 9, 16; μετηύδων Od. 12, 153. 270; sp. D., die es mit dem accus. der Person verbinden, wie Ap. Rh. 2, 54, αὐτὰρ ὁ τόν γ' ἐπέεσσιν ὑπερφιάλοισιν μετηύδα, er redete ihn an; vgl. Mosch. 4, 61.
French (Bailly abrégé)
μεταυδῶ :
impf. μετηύδων;
parler au milieu de, τινι.
Étymologie: μετά, αὐδάω.
Russian (Dvoretsky)
μεταυδάω: (impf. μετηύδων) обращаться (с речью), говорить (τινι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταυδάω: μέλλ. -ήσω, ἀποτείνω τὸν λόγον πρός τινας ἢ πρός τινα, ἀγορεύω, λέγω, ὁμιλῶ, ἑπομένως, προσφωνῶ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε μετὰ δοτ. πληθ., ἔπε’ Ἀργείοισι μετηύδα Ἰλ. Β. 109, Ι. 16, κτλ., καὶ ἀείποτε ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ παρατατ. μετηύδα, πλὴν ἐν Ὀδ. Μ. 153, 270, ἔνθα ὑπάρχει τὸ α΄ ἑνικ. μετηύδων· πρβλ. μετάφημι, μεταφωνέω. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἀπαντῶ εἴς τινα, λέγω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 54, Μόσχ. 4. 61.
English (Autenrieth)
ipf. μετηύδων, μετηύδᾶ: speak among, ἔπεα τισί. See αὐδάω.
Greek Monotonic
μεταυδάω: παρατ. μετηύδων·
1. μιλώ ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
2. με αιτ. προσ., πλησιάζω, απευθύνομαι, σε Μόσχ.
Middle Liddell
imperf. μετ-ηύδων
1. to speak among others, to address them, c. dat. pl., Hom.
2. c. acc. pers. to accost, address, Mosch.