κάτομβρος
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ον,
A rainy, νότος Arist.Vent.973b9; ἔαρ Gp.1.12.24. II wet with rain, drenched, Thphr.CP3.12.1, 3.22.3: metaph., ὄμματ' ἐρώντων AP5.144 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 1403] beregnet, dem Regen ausgesetzt, Theophr.; sehr feucht, id.; auch κάτομβρα γὰρ ὄμματ' ἐρώντων, Asclpds. 4 (V, 145).
Greek (Liddell-Scott)
κάτομβρος: -ον, πλήρης βροχῆς, νότος Ἀριστ. π. Ἀνέμ. 7. II. λίαν ὑγρὸς ἐκ βροχῆς, κάθυγρος, διάβροχος, ἀντίθετ. τῷ κατάξηρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 12, 1., 3. 22, 3· ὄμματ’ ἐρώντων Ἀνθ. Π. 5. 145.