ὑποκατακλίνω
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
[ῑ],
A lay down under:—Pass., lie down under, Plu.2.50d; of a wrestler allowing himself to be beaten, ib.58f. II Pass. also, lie or sit lower at table, τινι ib.618e; πάντων J.AJ12.4.9 (so, more rarely, in Act., seat under another at table, τινα Luc.Gall.11). 2 metaph., give way, submit, be complaisant, τινι to one, Pl.R.336c; ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει ib.e; ὑ. τισὶ τῆς ἀξιώσεως D.H.6.24,71: abs., give in, D. 9.64, Plu.Pomp.75, etc.; θεραπεύων καὶ -όμενος D.Chr.6.57. 3 ὑ. τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι desist from further opposition, J.AJ 18.1.1.
German (Pape)
[Seite 1219] darunter niederlegen, Luc. Gall. 11; – pass. sich niederlegen unter Etwas, τινί, Plut. Symp. 1, 2,6; sich unterwerfen, fügen, nachgeben, τινί, Plat. Rep. I, 336 e; ὑποκατακλινόμενοι, ἐπεὶ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον Dem. 9, 64; τινί τινος, Einem in Etwas, D. Hal. 6, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω ὑποκάτω. - Παθ., κατακλίνομαι ὑποκάτω, Πλούτ. 2. 50Ε· ἐπὶ παλαιστοῦ ὅστις ἀφίνει νὰ νικηθῇ, να καταβληθῇ, αὐτόθι 58F. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, κατέχω κατωτέραν θέσιν παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι αὐτόθι 618Ε· τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 9· - (οὕτως σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., βάλλω τινὰ νὰ κατακλιθῇ κατωτέρω τινὸς παρὰ τὴν τράπεζαν, «μηδενὸς ἀνεχομένου πλησίον κατακεῖσθαι αὐτοῦ, ἐμὲ ὑποκατακλίνουσι… ὡς ὁμοτραπέζῳ εἴημεν» Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11). 2) μεταφορ., ὑπείκω, ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει Διον. Ἁλ. 6. 24, 71· - ἀπολ., ὑποχωρῶ, ὑπείκω, Δημ. 127. 21, Πλούτ., κλπ.