κηπουργία
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ἡ,
A gardening, Poll.7.101.
German (Pape)
[Seite 1432] u. κηπουργικός, f. l. für κηπουρία u. κηπουρικός, wie Bekker Poll. 7, 140. 141 lies't; aber 7, 101 steht noch κηπουργία.
Greek (Liddell-Scott)
κηπουργία: ἡ, (ἔργω) ἡ κηπουρική, ἡ ἐν τῷ κήπῳ ἐργασία, Πολυδ. Ζ΄, 101.