διάπλοος

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλοος Medium diacritics: διάπλοος Low diacritics: διάπλοος Capitals: ΔΙΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: diáploos Transliteration B: diaploos Transliteration C: diaploos Beta Code: dia/ploos

English (LSJ)

ον, contr. διά-πλους, ουν,    I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers.382.    II as Subst., διάπλους, ὁ, a voyage across, passage, πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93; ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31.    2 room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Id.4.8.    3 cross-channel, Pl.Criti.118e.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, διάπλευσις, διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) τόποςμέρος κατάλληλον ὅπως περάσῃ τις πλέων, πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ μέτωπον πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε.