ἀπαρρησίαστος
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
ον,
A deprived of freedom of speech, Thphr.Fr.103; πολιτεία Plb.22.12.2; having no right of speech, Cic.Att.9.2.2; not frank, Phld.Herc.1457.12, Id.Rh.2.158S. II not speaking freely, J.BJ4.5.4, Plu.2.51c, al., Luc.Cal.9. Adv. -τως, εὐλαβεῖσθαι Ph.1.477. b not acting freely, of reptiles, Herm. ap. Stob.1.49.69. III Pass., not freely spoken of, Ph.2.428.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρρησίαστος: -ον, ὁ ἐστερημένος παρρησίας, ἐλευθερίας λόγου, πολιτεία Πολύβ. 23. 12, 2, πρβλ. Λουκ. π. Διαβολ. 9. ΙΙ. ὁ μὴ μετὰ παρρησίας ὁμιλῶν, Κικ. π. Ἀττ. 9. 2: - Ἐπίρρ. ἀπαρρησιάστως εὐλαβεῖσθαι Φίλων 1. 477.