ἤθω
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
collat. form of ἠθέω (q.v.), aor. 1 ἦσα, Hp. ap. Gal.19.103.
German (Pape)
[Seite 1157] = ἠθέω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἤθω: σπάνιος τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἠθέω (ὃ ἴδε), Ἱππ. παρὰ Γαλην. (Ἐκ τῆς √ΣΑ παράγονται ὡσαύτως τὰ σάω, σήθω· καὶ τοῦτο δύναται νὰ δικαιολογήσῃ τὸν τύπον ἠθμός, ἴδε ἐν λέξει).