κράτιστος

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτιστος Medium diacritics: κράτιστος Low diacritics: κράτιστος Capitals: ΚΡΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: krátistos Transliteration B: kratistos Transliteration C: kratistos Beta Code: kra/tistos

English (LSJ)

η, ον, Ep. κάρτ- (as always in Hom.), isolated Superl. from κρατύς,

   A strongest, mightiest, Il.1.266, etc.; θεῶν κ., i.e. Zeus. Pi.O.14.13; κ. Ἑλλήνων, i.e. Achilles, S.Ph.3: in Prose, εἰ τοὺς κ. ἐνικήσαμεν Th.7.67; Λημνίων τὸ κ. the best of their men, Id.5.8; τὸ δυνάμεως κ. the strength or flower of... X.Cyr.6.1.28, etc.; of things, καρτίστην . . μάχην fiercest fight, Il.6.185; δεσμὸς κ. Ti.Locr.99a.    2 generally, best, most excellent, as Sup. of ἀγαθός, Pi.I.1.17, S.Ant. 1050, etc.: colloquially, "ἄνδρα κ. εἰπών Thphr. Char.5.2; οἱ κράτιστοι the aristocracy, X.HG7.1.42, v. ἀγαθός 1; τὰ κ. τῆς χώρας ib.3.4.20.    b as a title or mode of address, κράτιστε Θεόφιλε Ev.Luc. 1.3; esp. = Lat. egregius, ὁ κ. ἡγεμών PFay.p.33 (i A.D.); ὁ κ. ἐπίτροπος BGU891 (ii A.D.); ἡ κ., of a woman of the equester ordo, IG14. 1346; also, = Lat. clarissimus, of Senators, ὁ κ. ἀνθὐπατος ib.9(1).61; ὁ κ. συγκλητικός IGRom.3.581, etc.; ἡ κ. βουλή POxy.2108.6 (iii A. D.).    c with modal words added, κ. τὴν ψυχήν Th.2.40; πάντων πάντα κ. best of all in... X.An.1.9.2; ἔν τινι Id.Mem.3.4.5; εἴς τι Pl. Phlb.67b; περί τι Id.Plt.257a; πρός τι X.HG3.4.16: c. inf., best at doing, Th.2.81, Pl.Phdr.267d, X.Mem.1.4.1, etc.: c. part., τῶν ἡλίκων κ. εἶναι ἀκοντίζων καὶ τοξεύων Id.Cyr.1.3.15.    3 neut. folld. by inf., φυγέειν κάρτιστον to flee were best, Od.12.120, cf. E.El. 379, Ar.Eq.80, etc.: in pl., κράτιστα . . ἑλεῖν E.Med.384: abs., ὅπερ κ. the main point, Th.1.143.    4 Adv. usages, ἀπὸ τοῦ κρατίστου in all good faith, Plb.8.17.4; κατὰ τὸ κ. D.H.2.22: neut. pl. κράτιστα as Adv., X.HG3.4.16, Ages.1.25.—The Comp. in use is κρείσσων (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κράτιστος: ᾰ, η, ον, Ἐπικ. κάρτ- (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.), μεμονωμένον ὑπερθ. ἐκ τοῦ κρατύς· (κράτος)· ― ὁ ἰσχυρότατος, ὁ δυνατώτατος, ὁ ἄριστος, Ἰλ. Α. 266, κτλ.· κρ. θεῶν, δηλ. ὁ Ζεύς, Πινδ. Ο. 14. 20· κρ. Ἑλλήνων, ὅ ἐστιν ὁ Ἀχιλλεύς, Σοφ. Φ. 3· ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, εἰ τοὺς κρ. νικήσαιμεν Θουκ. 7. 67· Λημνίων τὸ κρ., οἱ ἄριστοι ἐκ τῶν Λημνίων, Θουκ. 5. 8· δυνάμεως τὸ κρ., τὸ ἄνθος, τὸ ἄριστον μέρος τῆς δυνάμεως..., Ξεν. Κύρ. 6. 1, 28, κτλ.· ― ἐπὶ πραγμάτων, καρτίστην... μάχην, ἡ ἀγριωτάτη μάχη, Ἰλ. Ζ. 185· δεσμὸς κρ. Τίμ. Λοκρ. 99Α. 2) καθόλου, ἄριστος, ἔξοχος, ἐξοχώτατος, ὡς ὑπερθ. τοῦ ἀγαθός, Πινδ. Π. 1. 25, Σοφ. Ἀντ. 1050, κτλ.· ― οἱ κράτιστοι, ὡς οἱ βέλτιστοι, περὶ τῶν εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν ἀνηκόντων, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, ἴδε ἀγαθὸς Ι· ― τὰ κρ. τῆς χώρας αὐτόθι 3. 4, 20. β) ὁριζόμενον διὰ λέξεων τροπικῶν ἢ τοῦ κατά τι, κρ. τὴν ψυχὴν Θουκ. 2. 40· πάντων πάντα κρ., ὁ ἄριστος πάντων εἰς ὅλα, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 2· ἔν τινι ὁ αὐτ. εἰς Ἀπομν. 3. 4, 5· εἴς τι Πλάτ. Φίληβ. 67Β· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 257Α· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἱκανώτατος εἰς τὸ πράττειν, Θουκ. 2. 81, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 267D, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1, κτλ.· καὶ μετὰ μετοχῆς, τῶν ἡλίκων κρ. εἶναι ἀκοντίζων καὶ τοξεύων Ξεν. Κύρ. 1. 3, 15. 3) οὐδ. ἑπομένου ἀπαρεμφ., φυγέειν κάρτιστον (δηλ. ἦν), «τὸ καλλίτερον» ἦτο ἡ φυγή, Ὀδ. Μ. 120, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 370, Ἀριστοφ. Ἱππ. 80, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., κράτιστα... ἑλεῖν Εὐρ. Μήδ. 384. 4) ἐπιρρηματ. χρήσεις, ἀπὸ τοῦ κρατίστου, σπουδαίως, σοβαρῶς, Πολύβ. 8. 19, 4· κατὰ τὸ κρ. Διον. Ἁλ. 2. 22· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., κράτιστα, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16, Ἀγησ. 1, 25. ― Τὸ ἐν χρήσει συγκρ. εἶναι κρείσσων, ὃ ἴδε.