λάζομαι

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάζομαι Medium diacritics: λάζομαι Low diacritics: λάζομαι Capitals: ΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: lázomai Transliteration B: lazomai Transliteration C: lazomai Beta Code: la/zomai

English (LSJ)

Ep., Ion., and Megar. for λαμβάνω, used by Hom. only in Ep. 3sg. impf. λάζετο (ἐλάζετο only in Il.5.371), and 3pl. opt. λαζοίατο (v. infr.); Dor. imper.

   A λάσδεο Theoc.8.84, λάζευ Id.15.21, Trag.Adesp.381:—Act., λάζω Achaean acc. to AB1095:—seize, grasp, ἔγχος Il.8.389; πέτρον, μάστιγα, ἡνία, 16.734, 5.840, al.; λ. τινὰ ἀγκάς take one in her arms, ib.371; ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν may they bite the dust, 2.418: metaph., πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον he took back, i.e. retracted his speech, 4.357, Od.13.254; also in Ion. Prose, πεφυκὸς νόσους λάζεσθαι disposed to take them, Hp.Loc.Hom.1; ὀδύνη λάζεται [τὸν ἐγκέφαλον] pain seizes or attacks it, Id.Morb.2.20.    2 receive, λαζόμενος τῶν θυομένων πάντων τὰ δέρματα . . SIG1010.4 (Chalcedon), cf. 1011.18 (ibid., iii/ii B. C.).    II Ep., Ion., also λάζυμαι, ἐπὶ βουσὶν ἐλάζυτο . . Ἑρμῆν h.Merc.316; λάζυται τὴν γονήν grasps it, Hp.Mul.1.10, cf.Aret.SD2.13; φόβος [αὐτὸν] λάζυται Hp.Morb.2.72, cf. Aret.SD2.12: this form is alone used by Trag. and Com. (exc. in imper. ἀντιλάζου E.Or.452), λάζυσθε Id.Med.956, Ba.503; λάζυσθαι Id.HF943: c. gen., λάζυσθε κύλικος Ar.Lys.209 (also in compds. ἀντι-, ἐπι-, προ-, προς-, qq. v.); Boeot. inf. λάδδουσθη (q.v.).

German (Pape)

[Seite 5] ff. auch λάζω), poet. = λαμβάνω, nur praes. u. impf., nehmen, ergreifen; λάζετο δ' ἔγχος, Il. 8, 389, u. so mit ἡνία, μάστιγα oft; πρηνέες ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν, 2, 418; auch πάλιν δ' ὅγε λάζετο μῦθον, er nahm die Rede zurück, 4, 357, Schol. εἰς τοὐναντίον μετήγαγε, wie Od. 13, 254; sp. D., λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμά Ap. Rh. 1, 911; λάζεο τάδε δῶρα, Gaetul. 3 (VI, 1909; dor. λάσδεο τὰς σύριγγας, Theocr. 8, 84; λαζεῦ, 15, 21; λαζόμεναι, 18, 46. – Das act., in B. A. 1095 den Achäern zugeschrieben, findet sich nur bei Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

λάζομαι: ἀποθ. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ λαμβάνω (πρβλ. Ζζ. 11. 5), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. λάζετο, (ἐλάζετο μόνον ἐν Ἰλ. Ε. 371), καὶ γ΄ πληθ. εὐκτ. Δωρ. προστ. λάζεο ἢ λάσδεο Θεόκρ. 8. 84., 15. 21· λάζευ Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 456Β. Λαμβάνω, δράττομαι, ἁρπάζω, ἔγχος λάζετο Ἰλ. Θ. 389· πέτρον, μάστιγα, ἡνία, κτλ., Ἰλ.· ἡ δ’ ἀγκὰς ἐλάζετο θυγατέρα ἥν, ἐκείνη δὲ ἐλάβεν εἰς τὰς ἀγκάλας τὴν ἑαυτῆς θυγατέρα, Ε. 371· ὀδὰξ λαζοίατο (ἀντὶ λάζοιντο) γαῖαν, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν δάκοιεν» (Σχόλ.), Β. 418· μεταφ., πάλιν δ’ ὅ γε λάζετο μῦθον, ἐκ δευτέρου ἐπελάβετο τοῦ λόγου, ἢ «εἰς τὸ ἐναντίον ἔτρεψε τὸν λόγον» (Σχόλ.), Δ. 357, Ὀδ. Ν. 254· ὡσαύτως ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ, πεφυκὸς νόσους λάζεσθαι, διατεθειμένος ἐκ φύσεως νὰ λαμβάνῃ τὰς νόσους, Ἱππ. 407. 49· ὀδύνη λάζεται [τὸν ἐγκέφαλον], πόνος καταλαμβάνει αὐτόν, ὁ αὐτ. 468. 13· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. ὁ τύπος λάζυμαι ἀπαντᾷ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 316, ἐλάζυτο... Ἑρμῆν ἐπὶ βουσίν· παρ’ Ἱππ. 595. 9, λάζυται τὴν γονήν, δέχεται αὐτήν· καὶ εὕρηται μόνον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (πλὴν τῆς προστακτ. ἀντιλάζου, Εὐρ. Ὀρ. 452, ἴδε Elmsl. Εὐρ. Μήδ. 1185, Markl. εἰς Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1227), λάζυσθε Εὐρ. Μήδ. 956, Βάκχ. 503· λάζυσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 943· μετὰ γεν., λάζυσθε κύλικος Ἀριστοφ. Λυσ. 209· οὕτως ἐν συνθέτοις ἀντελάζυτο Εὐρ. Μήδ. 1216, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· ἐπιλάζυμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 250· προλάζυμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1027· προσλάζυμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 64.