ἀναύδητος
English (LSJ)
Dor. ἀναύδ-ᾱτος, ον,
A not to be spoken, unutterable: hence, horrible, ἀναυδάτῳ μένει A.Th.897 (lyr.); ἄφατον ἀναύδητον λόγον E.Ion783. 2 unspoken, impossible, οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Aj.715 (lyr.). II speechless, Id.Tr.968 (cj.).
German (Pape)
[Seite 212] 1) unaussprechlich, Aesch. μένος Spt. 879; λόγος Eur. Ion. 782; unerhört, unerwartet, Soph. Ai. 702, neben ἀνέλπιστος. – 2) sprachlos, stumm, Soph. Tr. 968; Archi. 28 (VII, 191).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, ἀνέκφραστος, Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, ὅστις δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) ἀνήκουστος, ἀπροσδόκητος, «ἀνέλπιστος» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, αἰαῖ, ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. ἄναυδος).