πῶ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
Adv., Dor. for ποῦ;
A where? Hsch.; for πόθεν; Sophr.125, A.Ag.1507(lyr.), Orph.Fr.32(b).3, cf. A.D.Adv.185.15, EM773.19. II πῶ μάλα; or πώμαλα; where in the world? how in the name of fortune? or, without a question,= οὐδαμῶς, not a whit, Pherecr.9, Ar.Pl.66, Fr.346, Lys.Fr.254 S., D.19.51.πῶπῶ,
A = πῖνε, drink! Alc.54A: Cypr. πῶθι, Inscr.Cypr.144 H.
German (Pape)
[Seite 826] abgekürzt statt πῶθι, trink! E. M. als Fragewort, wo? Aesch. Ag. 1488, u. Prom. 577, v. l., vgl. Herm. elem. metr. p, 273.
Greek (Liddell-Scott)
πῶ: Ἐπίρρ. Δωρικ. ἀντὶ ποῦ; Α. Β. 604, Ἡσύχ.· ἢ μᾶλλον ἀντὶ πόθεν; Ἐτυμ. Μέγ. 773. 19· - εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1507. ΙΙ. πῶ μάλα; ἢ πώμαλα; ποῦ ἐπὶ τέλους; πῶς τέλος; ἢ ἄνευ ἐρωτήσεως, = οὐδαμῶς, οὐδόλως, διόλου, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 9, Πλοῦτος: ὦ τᾶν, ἀπαλλάχθητον, ἀπ’ ἐμοῦ, - χορὸς: πώμαλα Ἀριστοφ. Πλ. 66, Ἀποσπάσ. 126, Λυσίας παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Δημ. 357. 2.