ἄγρωστις
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ιδος, Thphr. HP1.6.10, and εως, Arist.HA552a15, PTeb.104.26 (ii B. C.), ἡ, acc.
A ἄγρωστιν Plb.34.10.3, Str.4.1.7:—dog's-tooth grass, Cynodon Dactylon, ἄ. μελιηδής Od.6.90; εἱλιτενὴς ἄ. Theoc.13.42, cf. Aeschrio 6, D.S. 1.43, Dsc.4.29. 2 ἄ. ἐν Κιλικίᾳ Hordeum marinum, Dsc.4.32; ἄ. ἐν Παρνασσῷ grass of Parnassus, Parnassia palustris, ib.31.
German (Pape)
[Seite 25] εως, ἡ, Futterkraut, Quecken, μελιηδής Od. 6, 90 (ἅπαξ εἰρημ.); – εἱλιτενής Theocr. 13, 42; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγρωστις: -ιδος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 10, καὶ -εως, ἡ, = βοτάνη, ἣν τρώγουσιν αἱ ἡμίονοι («ἀγριάδα»)· τρώγειν ἄγρ. μελιηδέα, Ὀδ. Ζ. 90· εἱλιτενὴς ἄγρ., Θεόκρ. 13. 42: - Κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὰς τοῦ Θεοφρ. 1. Φ. 1. 6. 7. κτλ., ἡ βοτάνη αὕτη εἶναι ἡ Λατινιστὶ ὀνομαζομένη triticum repens. II. Περὶ τοῦ ἀγρῶστις ἴδε ἀγρώστης, ΙΙ.