ὑφηγέομαι
English (LSJ)
pf. ὑφήγημαι (v. infr.):—
A go just before, guide, lead, τινι E.El. 664, Pl.Euthd.278c, etc.: abs., go first, lead the way, ὑφηγοῦ S.El. 1502, cf.Th.1.78, Pl.Phd.82d; τοῦτο εὐθὺς ὑφήγηται this is the guiding principle, Arist.Pol.1260a4; κατὰ τὸν ὑφηγημένον τρόπον according to the normal plan, Id.EN1108a3, Pol.1256a2; κατὰ τὴν ὑ. μέθοδον ib. 1252a17 (it is not necessary to regard these usages as pass.). II c. acc. cogn., ὑ. τὴν ὁδόν show the way, Plu.Pomp.76, etc.; ὑ. ταῦτα gave these instructions, Lys.33.3:—Pass., τὰ δι' ἡμῶν ὑφηγούμενα the precepts laid down by us, Ael.Tact.Prooem. 6:—but, 2 c. acc. rei, show the way to, instruct in, ἀγαθά X.Cyr.8.7.15; χρήματα Id.Ages.1.19; τύπους Pl.R.403e; ὑ. γόνον indicate or describe it, D.H. 1.78, cf. Ph.1.14; τινί τι Plu.2.147c, D.L.8.60; also τινί τινος Plu. 2.582b. III lead to a thing, indicate that it is so, A.Eu. 192.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι· πρκμ. ὑφήγημαι· ἀποθ. Προηγοῦμαι, προπορεύομαι, ὁδηγῶ, τινι Εὐρ. Ἠλ. 664· ἐγὼ ὑφηγήσομαι αὐτοῖν Πλάτ. Εὐθύδ. 278C, κλπ.· ― ἀπολ., ὑφηγοῦ Σοφ. Ἠλ. 1502, πρβλ. Θουκ. 1. 78, Πλάτ. Φαίδων 82D· τοῦτο εὐθὺς ὑφήγηται Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 6· κατὰ τὸν ὑφηγημένον τρόπον ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 9, Πολιτικ. 1. 8, 1· κατὰ τὴν ὑφ. μέθοδον αὐτόθι 1. 1, 3· (δὲν εἶναι ἀνάγκη ἐν τούτοις νὰ θεωρηθῇ ἡ χρῆσις τοῦ ῥήματος ὡς παθητ.). ΙΙ. μετὰ συστοίχου αἰτ., ὑφ. τὴν ὁδόν, δεικνύω τὴν ὁδόν, Πλουτ. Πομπ. 76, κλπ.· ἐκεῖνος μὲν οὖν ταῦθ’ ὑφηγήσατο, ἐκεῖνος μὲν λοιπὸν (δηλ. ὁ Ἡρακλῆς) ταῦτα ἔθεσεν ὡς ὑπογραμμόν, Λυσίας 912. 5 Reisk.· ― ἀλλά, 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., ὑποδεικνύω τι, μὴ ἃ οἱ θεοὶ ὑφήγηνται ἀγαθὰ μάταια ποιήσητε Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Ἀγησ. 1. 19· τύπους Πλάτ. Πολ. 403Ε· ὑφ. γόνον, δηλῶ ἢ περιγράφω αὐτόν, Διονύσ. Ἁλ. 1. 78, πρβλ. Φίλωνα 1. 14· τινί τι Διογ. Λ. 8. 60· ὡσαύτως, τινί τινος Πλούτ. 2. 562Β. 3) μετ’ αἰτ. προσώπ., διδάσκω, αὐτόθι 147C. III. ὁδηγῶ εἴς τι πρᾶγμα, δηλῶ ὅτι πρᾶγμά τι ἔχει ὧδέ πως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 192. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 257, 860, 661.