ἀρτίφρων
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ονος, (ἄρτιος, φρήν)
A sound of mind, sensible, οὔτε μάλ' ἀ. Od.24.261, cf. E.Med.294; ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονας Pl. R.536b; ἀ. . . πλήν . . quite in one's senses except... E.IA877: c. gen., ἐπεὶ δ' ἀ. ἐγένετο . . γάμων when he came to full consciousness of... A.Th.778 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 362] ον, sehr verständig, Od. 24, 261; Eur. I. A. 877 Med. 294; ἀρτίφρων γάμων ἐγίνετο, er kam zu voller Erkenntniß seiner Heirath, Aesch. Spt. 760. Auch in Prosa, Plat. Rep. VII, 536 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίφρων: -ον, γεν. ονος, (ἄρτιος, φρὴν) ὁ τὰς φρένας ἄρτιος, ἔμφρων. οὔτε μάλ’ ἀρτίφρων Ὀδ. Ω. 261. πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 295, Πλάτ. Πολ. 536Β· ἀρτίφρων... πλήν..., ἐντελῶς σώας ἔχων τὰς φρένας, πλήν..., Εὐρ. Ι. Α. 877· μετὰ γεν., ἐπεὶ δ’ ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων, «ἐπεὶ ἔμφρων ἐγένετο, ἐπεὶ συνῆκεν ὃ ἔπραξε κατὰ τῆς μητρὸς» (Σχόλ.), «ἐπιγνώμων, εἰδήμων» (ἄλλα Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 778.