μέτοικος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτοικος Medium diacritics: μέτοικος Low diacritics: μέτοικος Capitals: ΜΕΤΟΙΚΟΣ
Transliteration A: métoikos Transliteration B: metoikos Transliteration C: metoikos Beta Code: me/toikos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A settler from abroad, alien resident in a foreign city, denizen, A.Th.548, Supp.994, Hdt.4.151, etc.; esp. at Athens, Th. 2.13, And.1.15, etc.; ξένος λόγῳ μ., opp. ἐγγενής, S.OT452, cf. Ar. Ach.508, Eq.347, SIG799.25 (Cyzic., i A.D.); μ. γῆς one who has settled in a country, A.Pers.319; μ. δόμων, χώρας, Id.Ch.971 (lyr.), S.OC934; ἐν τῇ τῶν πλησίον And.1.144; βροτοῖς οὔτε <νεκρὸς> νεκροῖσιν μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν whose home is neither with the living nor the dead, S.Ant.852 (lyr.): metaph., of birds, as sojourners in the heavens, A.Ag.57 (anap.).    2 occupant of the same house with another, Sammelb.5837 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 161] umziehend, anderswohin gehend, um sich dort anzusiedeln, Her. 4, 151; dah. aus seinem Wohnsitz, aus seinem Nest vertrieben, Aesch. Ag. 58. – Der Ansiedler, der als Schutzgenosse von den Bürgern eines Ortes aufgenommen ist, ein in der Stadt lebender Fremdling, Einsasse, μέτοικος, Ἄργει δ' ἐκτίνων καλὰς τροφάς, Aesch. Spt. 530; μέτοικοι δόμων, Ch. 965; vgl. Eum. 965 Suppl. 972; ξένος λόγῳ μέτοικος, dem ἐγγενής entggstzt, Soph. O. R. 452; auch οὔτ' ἐν βροτοῖς οὔτε νεκροῖσι μέτοικος, Ant. 845; u. πρὸς οὓς ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι, 860, zu denen ich, meinen Wohnsitz verändernd, gehe. – Bes. in Athen der für das Schutzgeld μετοίκιον ohne die Gerechtsame eines eingebornen Bürgers in der Stadt lebende Fremdling, Einsasse, Thuc. 1, 143 u. öfter; im Ggstz von ἀστός, Plat. Rep. VIII, 563 a; Lys. 22, 5 u. oft bei den Rednern; Plut. u. Sp.; vgl. noch Xen. Ath. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

μέτοικος: -ον, ὁ ἀλλάσσων κατοικίαν, μεταναστεύων, μεταβαίνων καὶ κατοικῶν ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 151· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 57 δίδει τὸ ὄνομα μέτοικοι, εἰς τὰ νέα πτηνὰ ἁρπαγέντα ἢ διωχθέντα ἐκ τῆς φωλεᾶς αὐτῶν. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μέτοικος, ὁ ἡ, ξένος, εἰς ὃν ἐπετράπη νὰ κατοικήσῃ ἐν ξένει πόλει, Αἰσχύλ. Θήβ. 548, Ἱκέτ. 994, Σοφ. κτλ.· ξένος λόγῳ μ., ἐναντίον τῷ ἐγγενής, ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 452, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 508, Ἱππ. 347· μ. γῆς, ὁ μετοικήσας εἴς τινα χώραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 319, Χο. 971, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 934· ἐν γῇ Ἀνδοκ. 18, ἐν τέλ.· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 852, ἐπὶ ζῶντος ἀνθρώπου κεκλεισμένου ἐν τάφῳ, ὅστις δὲν εἶναι οὔτε μεταξὺ τῶν ζώντων οὔτε μεταξὺ τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ ξένος μεταξὺ ἑκατέρων· πρβλ. 867, μετοικία ΙΙ. 2) ἐν Ἀθήναις ξένος κατοικῶν ἐν τῇ πόλει, καὶ τελῶν ἐπὶ τούτῳ ὡρισμένον φόρον (μετοίκιον), ἀλλὰ μὴ μετέχων πολιτικῶν δικαιωμάτων, Λατ. inquilinus, ἀντίθ. τῷ ἀστὸς ἐξ ἑνὸς καὶ ἐξ ἄλλου τῷ ξένος, Θουκ. 2. 13, Ἀνδοκ. 3. 10· πρβλ. Herm. Pol. Ant. §115, καὶ τὰ ἐκεῖ μνημονευόμενα χωρία.