μινυρίζω

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνυρίζω Medium diacritics: μινυρίζω Low diacritics: μινυρίζω Capitals: ΜΙΝΥΡΙΖΩ
Transliteration A: minyrízō Transliteration B: minyrizō Transliteration C: minyrizo Beta Code: minuri/zw

English (LSJ)

mostly pres. and impf.: aor. 1, Plu.2.56f: (μινυρός):—

   A complain in a low tone, whimper, whine, μή μοι . . παρεζόμενος μινύριζε Il.5.889; περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον Od.4.719.    2 sing in a low tone, warble, hum, Ar.Av.1414, Pl.R.411a; μ. μέλη Ar.V.219; opp. λεληκέναι, Arist.HA618b31; of the voice of the ὑπάετος, ib.619a3.

German (Pape)

[Seite 188] mit leiser Stimme klagen, winseln, wimmern;Il. 5, 889 Od. 4, 719; μινυρίζοντες μέλη, Ar. Vesp. 919; Av. 1414; auch in Prosa, Plat. Rep. III, 411 a; Plut. Num. 4 u. a. Sp. geradezu für singen, mit dem Nebenbegriff des Schwachen, Schlechten. Bei Arist. H. A. 9, 32 neben βοᾶν von einem Adler.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρίζω: κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀόρ. α΄ παρὰ Πλουτ. 2. 56F: (μινυρός). Παραπονοῦμαι χαμηλῇ τῇ φωνῇ, θρηνῶ, ἀποδύρομαι ἠρέμα, κλαίω μὲ σιγηλὴν καὶ οἰκτρὰν φωνήν, μή μοι... παρεζόμενος μινύριζε Ἰλ. Ε. 889· περὶ δὲ δμωαὶ μινύριζον Ὀδ. Δ. 719· καθόλου, ᾄδω ἠρέμα καὶ χαμηλῇ τῇ φωνῇ, «τραγουδῶ» μὲ λεπτὴν καὶ ἥσυχον φωνήν, ὑποτονθορύζω ᾠδήν, Λατ. minurire, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1414, Πλάτ. Πολ. 411Α· μ. μέλη Ἀριστοφ. Σφ. 219· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὑπαέτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεληκέναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3 καὶ 4. Πρβλ. μινύρομαι, κινυρίζω, Λατ. minurio.