ἕλκωμα
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ατος, τό,
A sore, ulcer, Hp.Epid.3.7, POxy.1088.2,9 (i A.D.). II part wounded, Thphr. HP9.2.1.
German (Pape)
[Seite 800] τό, das Geschwür, Hippocr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκωμα: τό, (ἑλκύω) πληγή, ἕλκος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. τὸ ἀφελκωθὲν μέρος τοῦ στελέχους πεύκης ἢ ἐλάτης πρὸς συναγωγὴν ῥητίνης, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 1.