ἀποκαθίζω
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
A sit apart, of a judge, ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3. II sit down, Plu.2.649c; of the uterus, slip down, Sor. 2.85.
German (Pape)
[Seite 305] (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαθίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθίζω: κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. καθίζω ὅπου τύχῃ ὅπως ἀναπαυθῶ, ὥσπερ ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.