διΐημι

From LSJ
Revision as of 19:23, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διΐημι Medium diacritics: διΐημι Low diacritics: διΐημι Capitals: ΔΙΪΗΜΙ
Transliteration A: diḯēmi Transliteration B: diiēmi Transliteration C: diiimi Beta Code: dii/+hmi

English (LSJ)

(3sg. fut.

   A διαήσει Hsch.), drive, thrust or pass through, διὰ δ' ἧκε σιδήρου (sc. τὸν ὀϊστόν) Od.21.328; δ. ξίφος λαιμῶν E.Ph.1092; δίες στυπτηρίαν ὄξους PHolm.12.45: c. dupl. acc., στέρνα δ. λόγχην E.Ph.1398.    2 let people go through a country, give them a passage through, εἰ μήτε οἱ ποταμοὶ διήσουσιν . . X.An.3.2.23, etc.; διέντες αὐτοὺς ἐφ' ὑμᾶς D.18.213, cf. ib.146: c. gen., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος didst let them pass through thy mouth, gauest utterance to them, S.OC963, cf. διαφέρω 1.1:—Pass., pass through, Arist.Mir.835b20: Ep. pf. part. διαειμένος A.R.2.372.    II dismiss, disband, στράτευμα X.HG2.4.39, etc.; τοὺς ὀδόντας δ. unclose them, D.S.10.17.    2 soak, Hp.Acut.21; ἐλᾳδίῳ διείς Sotad.Com. 1.27, cf. Arist.HA583a24:—Med., διέμενος ὄξει having diluted it with vinegar, Ar.Pl.720:—Pass., Alex.188.3.    3 release prisoners, PGoodsp.Cair.5.2 (ii B. C.), J.AJ15.10.3; διειμένος set free, Plu. Demetr.39.

Greek (Liddell-Scott)

διΐημι: ῥίπτω διὰ μέσου, περνῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, διὰ δ’ ἦκε σιδήρου (ἐνν. τὸν ὀϊστὸν) Ὀδ. Φ. 328, Ω. 177· δ. ξίφος λαιμῶν Εὐρ. Φοιν. 1092· ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτ., λόγχην δ. στέρνα αὐτόθι 1398. 2) ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ, ἐπιτρέπω δίοδον, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 23, κτλ.· διέντες αὐτοὺς ἐπί τινα Δημ. 299. 11, πρβλ. 276. 9·― μετὰ γεν., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἀφῆκας νὰ διέλθωσι διὰ τοῦ στόματός σου, ἐξηγήθης, ἐξέθηκας αὐτὰς, Σοφ. Ο. Κ. 963, πρβλ. διαφέρω Ι. 1. ― Παθ., διέρχομαι διὰ μέσου, Ἀριστ. Θαυμασ. 73· Ἐπ. μετοχ. πρκμ. διαειμένος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 372. ΙΙ. στέλλω χωριστὰ ἕκαστον, ἀπολύω, διαλύω, τὸ στράτευμα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, κτλ.· τοὺς ὀδόντας δ., τοὺς ἀνοίγω, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 558. 2) διαλύω, ἐλᾳδίῳ διεὶς Σωτάδ. Ἐγκλει. 1. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 7. 3, 2· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., διέμενος ὄξει, διαλύσας αὐτὸ δι’ ὄξους, Ἀριστοφ. Πλ. 720, πρβλ. Ἱππ. Ὀξ. 387· ἴδε Λοβ. Φρύν. 27.

French (Bailly abrégé)

ao. διῆκα;
1 (διά marquant la séparation) laisser aller : στράτευμα XÉN licencier une armée;
2 (διά à travers) faire passer à travers : στράτευμα διὰ τῆς χώρας XÉN une armée à travers le pays;
3 enfoncer à travers : δ. σιδήρου OD faire passer (une flèche) à travers le fer;
4 lancer contre ; fig. τί τινι SOPH lancer contre qqn une accusation de qch;
Moy. διΐεμαι dissoudre : ὄξει AR avec du vinaigre.
Étymologie: διά, ἵημι.