ἐκσπάω
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
fut. -άσω,
A draw out, ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il.6.65 ; σπάρτον Hero Aut.25.6 ; pull up, [χάρακα] Plb.18.18.14 :—and so Med., ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα having drawn out their spears, Il. 7.255 :—Pass., [τρίχες] ἐκσπῶνται Arist.Pr.893a20, cf. Hero Aut.16.2. II remove by force, τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ παστοφόρους OGI736.7 (Fayûm).
German (Pape)
[Seite 779] (s. σπάω), herausziehen; ἐξέσπασε ἔγχος Il. 6, 65; Ar. Th. 510 u. Sp.; med., ἔγχεα ἐκσπασσαμένω, als sie ihre Speere herausgezogen hatten, Il. 7, 255; βόλον Eur. El. 582.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσπάω: μέλλ. -άσω, ἐκσπῶ, ἐκβάλλω διὰ τῆς βίας, ἐξέλκω. Ἀτρεΐδης δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Ἰλ. Ζ. 65· οὕτω δὲ καὶ μέσ. ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα σύραντες ἔξω, ἐξελκύσαντες τὰ μακρὰ αὐτῶν δόρατα, Ἰλ. Η. 255· ἢν ἐκσπάσωμαι... βόλον Εὐρ. Ἠλ. 582· - Παθ., τρίχες ἐκσπῶνται Ἀριστ. Προβλ. 10. 22· ἐκβάλλω, οὔτ᾿ ἐπιλαβόμενον ἐκσπάσαι ῥᾴδιον (τὸν χάρακα ἐκ τῆς γῆς), Πολύβ. 18. 1, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐκσπάσω, ao. ἐξέσπασα;
arracher;
Moy. ἐκσπάομαι-ῶμαι (ao. part. poét. duel ἐκσπασσαμένω) arracher (de son propre corps) acc..
Étymologie: ἐκ, σπάω.