νεωτερίζω

From LSJ
Revision as of 19:23, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωτερίζω Medium diacritics: νεωτερίζω Low diacritics: νεωτερίζω Capitals: ΝΕΩΤΕΡΙΖΩ
Transliteration A: neōterízō Transliteration B: neōterizō Transliteration C: neoterizo Beta Code: newteri/zw

English (LSJ)

Att.fut.

   A -ιῶ Th.4.51: (νεώτερος 11):—makeinnovations, περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν Pl.R.424b; ἐν ταῖς παιδιαῖς Id.Lg.798c; of climatic change, ν. ἐς τὴν ἀσθένειαν change [health] into sickness, Th.7.87.    2 freq. with an implication of violence, use forcible measures, μὴ σφῶν πέρι ν. μηδέν Id.1.58; ἔς τινάς τι ν. Id.4.51; ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον Id.2.3, cf. X.HG2.1.5, D.23.133; ν. περί τινα Isoc.Ep.7.9:—also in Med., take the law into one's own hands, POxy. 237 vi3 (ii A.D.).    II esp. attempt political changes, make revolutionary movements, τοῖς ἀτυχοῦσι νεωτερίζειν συμφέρει Antipho 2.4.9; ἀπὸ μόνης ν. τῆς ἀσπίδος Critias 37 D.; πρὸς τοὺς ξυμμάχους νεωτερίζοντας Th.1.97, cf. 102; ν. ἔργῳ Id.3.66; νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος Lys.20.16; τὸ νεωτερίζον the revolutionary party, J.BJProoem. 2; νεωτερίσαι τὴν πολιτείαν revolutionize the state, Th.1.115:—Pass., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν Id.8.73, cf. 4.76.

Greek (Liddell-Scott)

νεωτερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· (νεώτερος ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, συχν. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ σφῷν πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. περί τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων οὕτως ὥστε ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, διεγείρω στάσιν, στασιάζω, Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. περί τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, ἐγείρω στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76.

French (Bailly abrégé)

f. νεωτεριῶ, ao. ἐνεωτέρισα;
I. intr. innover : πρός τινα à l’égard de qqn ; περί τινος au sujet de qqn ; particul. tenter ou faire une révolution;
II. avec un acc. :
1 diriger d’une nouvelle manière;
2 affecter d’une nouvelle manière.
Étymologie: νεώτερος.