τυραννικός

From LSJ
Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννικός Medium diacritics: τυραννικός Low diacritics: τυραννικός Capitals: ΤΥΡΑΝΝΙΚΟΣ
Transliteration A: tyrannikós Transliteration B: tyrannikos Transliteration C: tyrannikos Beta Code: turanniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a τύραννος, royal, αἷμα A.Ag.828; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς Id.Ch.479; κράτος τ. S.OC373; λῆμα E.Med.348; δόμος, στέγαι, ib.740, Andr.882; κύκλος τ. the circle or assembly of kings, S.Aj. 749; τ. θέαμα (in good sense) Phalar.Ep.122.1.    2 befitting a tyrant, despotic, τυραννικόν τοι πόλλ' ἐπίστασθαι λέγειν E.Fr.335; συμφοραὶ τ. that befall a tyrant, Isoc.8.91; smacking of tyranny, τὸ σῦκον (sc. τὸ Αακωνικὸν) ἐχθρόν ἐστι καὶ τ. Ar.Fr.108 (troch.); φρονῶν τυραννικά Id.V.507 (troch.); ξυνωμοσία τ. in favour of tyranny, Th.6.60; νόμοι Pl.R.338e; τι δρᾶσαι τῶν τ. ib.574b; μαθὼν ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τ. X.Cyr.1.3.18; τὰ τ. the period of the tyrants, Arist.Pol.1303a38.    3 tyrannical, of persons, Pl.R.574c, Phdr.248e, etc.; Sup. -ώτατος Id.R.575d, 580c; fit for tyrannical government, οἱ τ., opp. οἱ δημοτικοί, X.HG2.3.49; τυραννικὸν [δίκαιον] οὐκ ἔστι κατὰ φύσιν Arist.Pol.1287b39.    II Adv. -κῶς, ζῆν Pl.R.575a; opp. βασιλικῶς, Isoc.5.154; opp. πολιτικῶς, Arist.Ath.16.2: Comp. -ώτερον Id.Pol.1313a2.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τύραννον, βασιλικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· τρόποισιν οὐ τυρραννικοῖς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 479· τ. κράτος Σοφ. Ο. Κ. 373· λῆμα Εὐρ. Μήδ. 348· δόμος, στέγαι αὐτόθι 740, κλπ.· κύκλος τ., ὁ κύκλος ἢ τὸ συνέδριον βασιλέων, Σοφ. Αἴ. 749. 2) ὁ ἁρμόζων εἰς τύραννον, δεσποτικός, βασιλικός, τυραννικόν τι πόλλ’ ἐπίστασθαι λέγειν Εὐρ. Ἀποσπ. 348· συμφοραὶ τ., αἱ συμβαίνουσαι εἰς τύραννον, Ἰσοκρ. 177C· ὁ ὄζων τυραννίδος, τὸ σῦκον (ἐξυπακ. τὸ Λακωνικὸν) ἐχθρόν ἐστι καὶ τυραν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 164· τυραννικὰ φρονεῖν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 507· τ. ξυνωμοσία, ὑπὲρ τῶν τυράννων γενομένη Θουκ. 6. 60· νόμνς Πλάτ. Πολ. 338Ε· ἐναντίον τοῦ δημοτικός, Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 49· δρᾶσαί τι τῶν τ. Πλάτ. Πολ. 574Β· μαθὼν ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τ. Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18· τὰ τυραννικά, οἱ χρόνοι τῆς δεσποτικῆς κυβερνήσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 13. 3) ὁ φερόμενος ὡς τύραννος, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 574C, Φαῖδρ. 248Ε, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ ὑπερθετ. τυραννικώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 575D, 580C· ἐπιτήδειος πρὸς τυραννικὴν κυβέρνησιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1. ΙΙ. ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. 113C, Πλάτ. Πολ. 574Ε· συγκρ. -ώτερον, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 36.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. de souverain, d’où
1 qui se compose de souverains : κύκλος τυραννικός SOPH cercle ou assemblée de souverains;
2 qui concerne un souverain, de roi, royal (demeure, pouvoir, etc.);
II. de tyran :
1 despotique, tyrannique : τὸ τυραννικόν XÉN les habitudes de la tyrannie;
2 qui concerne la tyrannie : τυραννικὴ ξυνωμοσία THC conjuration en faveur de la tyrannie;
Sp. τυραννικώτατος.
Étymologie: τύραννος.