ἐναφίημι
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
A let drop into, put in, in aor. 1 ἐναπῆκε Hdt.1.214 (cf. ἐναφάπτω); insert, Arist.GA723b23. II discharge in or into, γόνον Id.HA553b24; τῇ κοίτῃ (sc. κόπρον) Artem.2.26. III of land in Egypt, release, i.e. transfer to private tenure, in Pass., POxy.918xiii 9 (ii A.D.), etc. 2 leave, ἐναφῆκέν μου τὰ κτήματα ἀγεώργητα PMasp.5.20 (vi A.D.). IV permit, διατρέχειν τὸ πνεῦμα ἐν αὐτοῖς (sc. τοῖς νεύροις) ἐ. Orib.Fr.37.
German (Pape)
[Seite 831] ion. ἐναπίημι (s. ἵημι), hineinlassen, -werfen; τὴν κεφαλὴν εἰς τὸν ἀσκὸν ἐναπῆκε, hineinstecken, Her. 1, 214; von den Bienen, εἶτα τὸν γόνον ἐναφιᾶσι Arist. H. A. 5, 21; τῇ κοίτῃ, ins Bette machen, Artemid. 2, 26; Schol. Ar. Av. 66.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναφίημι: μέλλ. -αφήσω, ἀφίνω τι νὰ πέσῃ ἐντός τινος, θέτω ἐντός, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 1. 214 (ἴδε ἐναφάπτω). ΙΙ. ἐναποτίθημι, ἐναφιᾶσαι δὲ τὸν γόνον (αἱ ἀνθρῆναι), ὥσπερ αἱ μέλιτται, ὅσον σταλαγμὸν εἰς τὸ πλάγιον τοῦ κυττάρου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 4, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 27 κ. ἀλλ.· τινὶ Ἀρτεμίδ. 2. 26.