ἀγρεύω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
fut. εύσω Call.Dian.85: aor.
A ἤγρευσα E.Ba.1204:— Med., v. infr.:—Pass., aor. ἠγρεύθην AP, v. infr.: (ἀγρεύς):—take by hunting or fishing, catch, ἰχθῦς Hdt.2.95, cf. X.Cyn.12.6; ἄγραν ἠγρευκότες E.Ba.434; of war, φιλεῖ . . ἄνδρας . . ἀγρεύειν νέους S.Fr. 554:—also in Med., θύματ' ἠγρεύσασθε ye caught or chose your victim, E.IT1163; τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; why didst thou snatch . . ? Id.Andr.842:—Pass., X.An.5.3.8, cf. Sphaer.Stoic.1.142; ἀγρευθεὶς ἤγρευσε AP9.94 (Isid.), 12.113 (Mel.). 2 metaph., hunt after, thirst for, αἷμα E.Ba.138; σὰν (sc. Ἀρετᾶς) ἀ. δύναμιν Arist.Fr.675.11; ὕπνον AP7.196 (Mel.), cf. 12.125 (Mel.); but ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ to catch by his words, Ev.Marc.12.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρεύω: μέλλ. εύσω, Καλλ. Ἄρτ. 84· ἀόρ. ἤγρευσα, Εὐρ. Βάκχ. 1204: - Μέσ. ἴδε κατωτέρω: - Παθ. ἀόρ. ἠγρεύθην, Ἀνθ: (ἄγρα). Συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ ἢ ἁλιείᾳ, ἰχθῦς, Ἡροδ. 2. 95, πρβλ. Ξεν. Κυν. 12. 6· ἄγραν ἠγρευκότες Εὐρ. Βάκχ. 434· ἐπὶ πολέμου, φιλεῖ ... ἄνδρας ... ἀγρεύειν νέους, Σοφ. Ἀποσπ. 498: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θύματ’ ἠγρεύσασθ’, συνελάβετε ἢ ἐξελέξατε δι’ ἑαυτοὺς τὰ θύματά σας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1163: - ὡσαύτως, τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; διὰ τί ἀφήρπασας..; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 841: - Παθ. θηρεύομαι, συλλαμβάνομαι ἐν θήρᾳ, Ξεν. Ἀν. 5. 3. 8· ἀγρευθείς μ’ ἤγρευσε, Ἀνθ. Π. 9. 94. 2) μεταφορ. ἐπιδιώκω, θηρεύω, διψῶ τινος, αἷμα, Εὐρ. Βάκχ. 138· ἀρετᾶς δύναμιν, Ἀριστοφ. ἐν Bergk λυρ. σ. 664· ὕπνον, Ἀνθ. Π. 7, 196· πρβλ. 12. 125· ἀλλ’ ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ, παγιδεύειν, συλλαμβάνειν τινὰ διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ λόγων, Εὐαγ. Μάρκ. ιβ΄, 13.
French (Bailly abrégé)
ao. ἤγρευσα, pf. ἤγρευκα;
Pass. ao. ἠγρεύθην;
prendre à la chasse, à la pêche ; p. ext. surprendre;
Moy. ἀγρεύομαι, capturer, s’emparer de.
Étymologie: ἀγρεύς.