ἀδιόρθωτος

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιόρθωτος Medium diacritics: ἀδιόρθωτος Low diacritics: αδιόρθωτος Capitals: ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: adiórthōtos Transliteration B: adiorthōtos Transliteration C: adiorthotos Beta Code: a)dio/rqwtos

English (LSJ)

ον,

   A not corrected, not set right, D.4.36:—of books, unrevised, Cic.Att.13.21a.1.    II irremediable, ὁρμή D.S.37.3; δουλεία App.BC3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. -τως D.S.29.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιόρθωτος: -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. διορθωτής. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, ἀδιόρθωτος, ἀνεπανόρθωτος, δουλεία, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non redressé, non corrigé.
Étymologie: ἀ, διορθόω.