καταλαλέω

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰλέω Medium diacritics: καταλαλέω Low diacritics: καταλαλέω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΛΕΩ
Transliteration A: katalaléō Transliteration B: katalaleō Transliteration C: katalaleo Beta Code: katalale/w

English (LSJ)

pf.

   A -λελάληκα A.D.Synt.323.7:—talk, babble loudly, τοῖς θύραζε ταῦτα κ. Ar.Ra.752; τινος before another, Luc.Asin. 12.    II talk down, rail at, ἡμᾶς IG9(2).338.6 (Thess.); τινὰ πρὸς πάντας Plb.3.90.6; τὸ δόγμα Id.18.45.1; τινος D.S.11.44; ὑμῶν ὡς κακοποιῶν 1 Ep.Pet.2.12; τινὸς ψευδῆ LXXHo.7.13; κατά τινος ib. Ps.49(50).20:—Pass., ἐπί τινι Plb.27.13.2; to be outdone in speech, ὑπ' ἰδιωτῶν Phld.Rh.1.343S.    2 weary by talking, gloss on καταγλωττίζειν, Phryn.PSp.79B.    3 simply, interview, address a person, PHib.1.151 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1358] ausschwatzen, ausplaudern, τοῖς θύραζε ταῦτα Ar. Ran. 752; – gegen Einen sprechen, ihn beschuldigen, verläumden, τινὰ πρὸς πάντας ὡς ἀγεννῶς χρώμενον τοῖς πράγμασι Pol. 3, 90, 6. – Pass., Pol. 27, 12, 2; τοῦ Παυσανίου τῆς βαρύτητος D. Sic. 11, 44; LXX anklagen, auch κατά τινος u. κατά τινα. – Durch Geschwätz Einem lästig fallen, B. A. 46, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταλᾰλέω: λίαν λαλῶ, φλυαρῶ μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, κοινολογῶ, τοῖς θύραζε ταῦτα κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 752· τινος, ἐνώπιόν τινος, Λουκ. Ὄν. 12. ΙΙ. λαλῶ ἐναντίον τινός, συκοφαντῶ, κατηγορῶ, τινα Ψήφισμα τοῦ Κοϊνκτίου ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1770· τινα πρὸς πάντας ΠΟλύβ. 3.90, 6· τὸ δόγμα ὁ αὐτ. 18. 28, 1· τινος Διόδ. 11. 44· κατά τινος Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΓ΄, 18).- Παθ., καταλελαλημένος, καταβεβοημένος, Πολύβ. 27. 12, 2. 2) ὁμιλῶν πολὺ ἐνοχλῶ τινα, Β. Α. 46·- ὁ Φρύνιχ. ἑρμηνεύει τὸ καταγλωττίζειν διὰ τοῦ κ. και καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 parler contre, déblatérer contre, blâmer;
2 parler devant, gén..
Étymologie: κατάλαλος.