διαστείχω

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

aor. -έστῐχον (v. infr.),

   A go through or across, πόλιν, γύαλα, E.Andr.1090,1092.    2 c. gen., δ. πλούτου walk in ways of wealth, Pi.I.3.17.    3 go one's way, ἀνεγρομένη γε διέστιχε Theoc. 27.69; walk, AP12.85 (Mel.), Coluth.215.

German (Pape)

[Seite 603] durchgehen; πλούτου δ. Pind. I. 3. 17, d. i. sich in Reichthum befinden; auch Nonn. vrbdt es mit dem gen.; πόλιν, durch die Stadt, Eur. Andr. 1091; – Sp.; – übh. = gehen, weggehen, Mel. 20 (XII, 85); Coluth. 215; διέστιχε Theocr. 27, 68.

Greek (Liddell-Scott)

διαστείχω: ἀόρ. -έστῐχον· - διέρχομαιδιαβαίνω, πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) ὑπάγω εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέστιχον;
s’avancer à travers, acc..
Étymologie: διά, στείχω.