ἀχάριτος

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάρῐτος Medium diacritics: ἀχάριτος Low diacritics: αχάριτος Capitals: ΑΧΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: acháritos Transliteration B: acharitos Transliteration C: acharitos Beta Code: a)xa/ritos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, = foreg.,

   A unseemly, Plu.Sol.20; euphem., παθήματα ἀ. ἐόντα μαθήματα γέγονε Hdt.1.207. Adv. οὐκ -τως ἔφη Ath.7.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9.    2 ungrateful, thankless, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156; χάρις ἀ. A.Ch.42 (lyr., Elmsl.), E.Ph.1757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] = ἀχάριστος, ἀχάριτα (oder von ἄχαρις), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάρῐτος: -ον, = ἀχάριστος, ὁ μὴ ἔχων χάριν, Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ ἄχαρις κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· χάρις ἀχάριτος, ὡς τὸ ἄχαρις, Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 désagréable ; par euph. p. pénible;
2 sans reconnaissance, ingrat ; χάρις ἀχάριτος ESCHL marque de reconnaissance qui n’en est pas une;
Sp. ἀχαριτώτατος.
Étymologie: ἀ, χάρις.
2gén. de ἄχαρις.