μελλόνυμφος

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλόνυμφος Medium diacritics: μελλόνυμφος Low diacritics: μελλόνυμφος Capitals: ΜΕΛΛΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: mellónymphos Transliteration B: mellonymphos Transliteration C: mellonymfos Beta Code: mello/numfos

English (LSJ)

ον,

   A about to be betrothed or wedded, esp. of females, S.Ant.633, D.C.58.7, Epigr.Gr. 364.3 (Cotiaeum); rarely of the male, Phryn.Com.78 (prob. for -νύμφιος), Lyc.174: in S.Tr.207 (lyr.), ἀνολολυξάτω (-ύξετε codd.) δόμοις . . ὁ μελλόνυμφος, we shd. read either δόμος . . ὁ μ. the maidens of the household or δόμοις . . ἁ (sc. κλαγγά) the shout of the maidens.

German (Pape)

[Seite 125] der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.

Greek (Liddell-Scott)

μελλόνυμφος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, κυρίως ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ μελλόνυμφος, τὸ μελλόνυμφος δέον νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω δόμος· ὁ μ.· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ μελλονυμφίος διορθωτέον μελλόνυμφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nubile;
2 qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.
Étymologie: μέλλω, νύμφη.