ἐπόπτης

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόπτης Medium diacritics: ἐπόπτης Low diacritics: επόπτης Capitals: ΕΠΟΠΤΗΣ
Transliteration A: epóptēs Transliteration B: epoptēs Transliteration C: epoptis Beta Code: e)po/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἐπόψομαι)

   A overseer, watcher, esp. of a god, Πυθῶνος Pi.N.9.5, cf. Epich.266 ; ὁ πάντων ἐ. θεός LXX Es.5.1 ; title of Poseidon, Paus.8.30.1 ; of the Sun, OGI666.25 (Egypt, i A. D.); δαίμονες ἐ. τῶν ἀνθρωπίνων Ti.Locr. 105a ; ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων D.4.25 ; ἐ. γῆς καὶ θαλάσσης, of Pompey, JHS27.64 (Cyzicus); of Augustus, IGRom.4.309 (Pergam.); ἐ. εἰρήνης, of a police magistrate, POxy.991 (iv A.D.).    2 simply, spectator, πόνων A.Pr.301.    3 inspector, Cod.Just.10.16.13 Intr.    II one admitted to the highest grade of the mysteries, IG12.6.51, Plu.Alc.22, etc., cf. ἐφόπται IG12(8).205.3 (Samothrace) : c. gen., μυστηρίων ἐ. Michel1141 (ibid.) ; τινος PMag.Lond.121.572 : metaph., ἐ. τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος 2 Ep.Pet.1.16.

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, der Etwas ansieht, beschaut, Zuschauer, Aufseher; Πυθῶνος ἐπόπται heißen Pind. N. 9, 5 Apollo u. Artemis; πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπ. Aesch. Prom. 299; τῶν ἀνθρωπίνων Tim. Locr. 105; στρατιώτας ὥςπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων παρακαταστήσαντες Dem. 4, 25; Ath. V, 206 d u. A. – Der zum dritten u. höchsten Grade in den eleusinischen Mysterien Gelangte, der Schauende, Epopt, Plut. Alc. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόπτης: -ου, ὁ, (ἐπόψομαι, ἐφοράω) ὁ ἐπιβλέπων, φύλαξ, ἰδίως ἐπὶ θεοῦ, Πινδ. Ν. 9. 12· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Παυσ. 8. 30, 1· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4699· ἐπ. πόνων, θεατής, Αἰσχύλ. Πρ. 299· τῶν ἀνθρωπίνων Τίμ. Λοκρ. 105Α· ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων Δημ. 47. 5. ΙΙ. ὁ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸν τρίτον καὶ ἀνώτατον βαθμὸν τῆς μυήσεως ἐν τοῖς μυστηρίοις (ἀλλ’ ἴδε μύστης), Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 7, 2158, Πλουτ. Ἀλκ. 22· πρβλ. ἐποπτεύω ΙΙ, ἐποπτικός. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui observe, qui veille à ou sur, qui préside à;
2 particul. qui contemple (les mystères), càd initié du plus haut degré aux mystères d’Éleusis.
Étymologie: ἐπόψομαι.