ἐποπτικός

From LSJ

τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπτικός Medium diacritics: ἐποπτικός Low diacritics: εποπτικός Capitals: ΕΠΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epoptikós Transliteration B: epoptikos Transliteration C: epoptikos Beta Code: e)poptiko/s

English (LSJ)

ἐποπτική, ἐποπτικόν, of or for an ἐπόπτης, τὰ τέλεα καὶ ἐποπτικά = the highest mysteries, Pl.Smp. 210a, cf. Philoch. 148, Plu.Demetr.26; esoteric, διδασκαλίαι Id.Alex.7; μέρος φιλοσοφίας Id.2.382d; οἱ ἐποπτικώτεροι = the more deeply initiated, Hld.9.9.

German (Pape)

[Seite 1009] ή, όν, den ἐπόπτης betreffend; τὰ ἐποπτικά, die letzten und höchsten Weiden in den eleusinischen Mysterien, Plut. Demetr. 26; compar., ἐποπτικώτεροι, die tiefer Eingeweihten, Hel. 9, 9; übertr., τὰ τέλεα καὶ ἐποπτικὰ τῶν ἐρωτικῶν Plat. Conv. 209 e. – Übh. geheim, αἱ ἀκροαματικαὶ καὶ ἐποπτικαὶ διδασκαλίαι, neben ἀπόῤῥητοι καὶ βαρύτεραι, Plut. Alex. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le plus haut degré d'initiation (càd la contemplation) dans les mystères d'Éleusis;
2 parvenu au plus haut degré d'initiation;
3 p. ext. secret, caché.
Étymologie: ἐπόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐποπτικός:
1 культ. созерцательный: τὰ τέλεα καὶ ἐποπτικά Plat. высшая ступень мистического созерцания;
2 доступный лишь посвященным, тайный (μέρος τῆς φιλοσοφίας, διδασκαλίαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἐπόπτην, τὰ τέλεα καὶ ἐπ., τὰ ἀνώτατα μυστήρια, Πλάτ. Συμπ. 210Α, πρβλ. Φιλόχ. 14, Πλουτ. Δημήτρ. 26· καθόλου, μυστικός, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7· οἱ ἐποπτικώτεροι, οἱ βαθύτερον μεμυημένοι, Ἡλιόδ. 9. 9· πρβλ. ἐποπτεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐποπτικός, -ή, -όν) επόπτης
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» — ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολεία
β. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επόπτη, τον ανώτατο βαθμούχο τών ελευσίνιων μυστηρίων
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἐποπτικά
οι τελευταίες μυήσεις στα ελευσίνια μυστήρια
3. μυστικός («τῶν ἀπορρήτων καὶ βαρυτέρων διδασκαλιῶν, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροαματικὰς καὶ ἐποπτικὰς προσαγορεύοντες, οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐποπτικός: -ή, -όν, σχετικός με τον ἐπόπτη, τὰ τέλεα καὶ ἐποπτικά, τα ανώτατα μυστήρια, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐποπτικός, ή, όν [from ἐπόπτης
of or for an ἐπόπτης, τὰ τέλεα καὶ ἐπ. the highest mysteries, Plat.