θακέω

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱκέω Medium diacritics: θακέω Low diacritics: θακέω Capitals: ΘΑΚΕΩ
Transliteration A: thakéō Transliteration B: thakeō Transliteration C: thakeo Beta Code: qake/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. θωκέω, impf.

   A ἐθάκει Cratin.239: Dor. fut. θωκησῶ Epich.99.1:—sit, ἐν θρόνῳ θωκέων Hdt. 2.173; θωκεῖτε Sophr.60; ἀνωτέρω θακῶν . . Ζεύς A.Pr.315; ἥσυχος θακεῖ S.Aj.325<*> κόραι θάκουν (impf.) . . ᾔνουν τε (Herm. θάκους . . ᾔνουν, om. τε) E.Hec.1153: c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, A.Pr.391; of suppliants, S.OT20, Aj.1173; βώμιος θακεῖς E.Heracl.239.

German (Pape)

[Seite 1181] sitzen, nur praes. u. impf. is. θᾶκος, das Vorige u. θωκέω); θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, auf dem Herrscherthrone sitzen, Aesch. Prom. 389; so auch τάχ' ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν κλύοι Ζεύς, noch viel höher thronend, 313; ἐν μέσοις βοτοῖς θακεῖ Soph. Ai. 318; ἀγοραῖσι O. R. 20; von dem, der sich als Schutzflehender an den Altar setzt, προστρόπαιος, Ai. 1152; vgl. ἐφ' οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Heracl. 240; impf., Hec. 1153.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱκέω: Ἰων. καὶ Δωρ. θωκέω, κάθημαι, θωκέων Ἡρόδ. 2. 173· θωκεῖτε Σώφρων 41 Ahr.· ἀνωτέρω θακῶν… Ζεὺς Αἰσχύλ. Πρ. 313· ἥσυχος θακεῖ Σοφ. Αἴ. 325· παρατ., κόραι θάκουν... ᾔνουν τε (κατὰ Herm. θάκους… ᾔνουν, ἄνευ τοῦ τε) Εὐρ. Ἐκ. 1153· μετὰ συστοίχ. αἰτ., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθημένῳ ἐπὶ πανισχύρου θρόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 20, Αἴ 1173· βώμιος θακεῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 239. ― Πρβλ. θαάσσω, θάσσω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 être assis, particul. être assis au pied des autels : θ. παγκρατεῖς ἕδρας ESCHL sur un trône tout-puissant;
2 séjourner, demeurer.
Étymologie: θᾶκος.