φύλαρχος
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ὁ,
A chief officer of a φῡλή, X.Cyr.1.2.14, al., BMus.Inscr.1005 (Cyzic.), CIG3773 (Nicomedia), Sammelb.6257 (v/vi A. D.). b = Lat. tribunus militum, D.H.2.7, Plu.Rom.20. c chief priest of a tribe among the Jews, LXX 1 Es.7.8: pl., elders of a tribe, ib.De.31.28. d sheikh, τῶν Ἀράβων Str.16.1.28, cf. Procop.Pers.1.19; Parthian term, = δυνάστης, Arr.Fr.171 J. II as a military term, at Athens, the commander of the cavalry furnished by each tribe, Hdt.5.69. III οἱ φ., an oligarchical council at Epidamnus, Arist.Pol.1301b22.
German (Pape)
[Seite 1314] ὁ, = φυλάρχης; Ar. Av. 799; Plat. Legg. IX, 880 d u. öfter, immer mit ἵππαρχος verbunden; vgl. Dem. 4, 26; Lys. 12, 44. – In Rom der praefectus tribuum, tribunus, D. Hal. 2, 7, Plut. Rom. 20.
Greek (Liddell-Scott)
φύλαρχος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς φυλῆς, Ἡρόδ. 5. 69, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2, 14, κ. ἀλλ. (πρβλ. φυλάρχης), Συλλ. Ἐπιγρ. 5773, κλπ.· ― ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ῥωμαϊκοῦ tribunus, Διον. Ἁλ. 2. 7, Πλουτ. Ρωμ. 20. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς ὅρος ἐν Ἀθήναις, ὁ διοικητὴς ἑνὸς τῶν ἱππικῶν σωμάτων ὧν ἕκαστον παρεῖχεν εἰς τὴν πολιτείαν ἡ οἰκεία φυλή, χειροτονοῦσι δὲ καὶ φυλάρχους [ι΄], ἕνα τῆς φυλῆς, τὸν ἡγησόμενον τῶν ἱππέων, ὥσπερ οἱ ταξίαρχοι τῶν ὁπλιτῶν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 90, 12, Blass., ἴδε ἐν λ. ἵππαρχος. ΙΙΙ. οἱ φύλαρχοι, ὀλιγαρχικόν τι συμβούλιον ἐν Ἐπιδάμνῳ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
président d’une tribu (à Athènes, etc.) ; p. suite :
1 à Athènes phylarque, commandant d’un des dix corps de cavalerie fournis par les dix tribus;
2 à Rome tribun, càd chef d’une tribu (intendant, administrateur, etc.).
Étymologie: φυλή, ἄρχω.