δίχηλος
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ον,
A cloven-hoofed, Hdt.2.71; δ. ἔμβασις E.Ba.740:—freq. in Dor. form δίχᾱλος, Arist.PA663a31, al. II with two pincers, prongs, or claws, πυραγρέτης AP6.92 (Phil.); πάγουρος ib.196 (Stat. Flacc.), cf. Hero Bel.76.10; δίχιλα (sic) ξύλα BGU 37.4 (i A. D.); εἰς δίχηλον διεσχισμένος Hero Spir.1.28. III Subst., δίχηλα ὕεια pigs' trotters, Luc. Lex.6; cf. διχάλα.
German (Pape)
[Seite 646] mit gespaltenen Klauen; ἔμβασις, vom Fuße des Hirsches, Eur. Bacch. 733; ζῷα Arist. H. A. 2, 1, u. Sp.; von Krebsscheeren, Flacc. 3 (VI, 196); von der Feuerzange, Philp. 16 (VI, 92). Vgl. δίχαλος.
Greek (Liddell-Scott)
δίχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἄκρον πόδα εἰς δύο χηλάς διῃρημένον, δισχιδῆ, Ἡρόδ. 2. 71, Εὐρ. Βάκχ. 740· συνήθως ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ δίχᾱλος, ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. ὡς παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 31, κτλ., ἴδε Λεξ. Ἀριστ. ἐν λ. καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 639. ΙΙ. δίχηλον, τό, πυράγρα ἤ κρεάγρα, Ἀνθ. Π. 6. 92, πρβλ. 6. 196. 2) δίχηλα ὕεια, πόδες χοίρου, Λουκ. Λεξ. 6· πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
postér. διχηλός et διχαλός, ός, όν :
qui a le pied fourchu ; subst. δίχηλα ὕεια LUC pieds de cochon.
Étymologie: δίς, χηλή.