ἐπακολουθέω
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
A follow close upon, follow after, pursue, τινί Ar.V. 1328, Pl.Ap.23c, al.; move with, τῷ ἄλλῳ σώματι Hp.Fract.16; ἐ. ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ X.Cyr.7.3.8. 2 pursue as an enemy, Th.4.128,5.65, X.An.[4.1.1], etc. 3 attend to, follow mentally, understand, τῷ λόγῳ Pl.Phd.107b; τοῖς λεγομένοις Id.Lg.861c; αὐτοῖς λέγουσι Id.Sph.243a; κάλλιστ' ἐπακολουθεῖς Id.Lg.963a, etc. 4 attend to, follow, i.e. obey or comply with, ταῖς τῶν συμμάχων γνώμαις Isoc.6.90; τοῖς πάθεσι D.26.18; αὐτῶν τῇ προαιρέσει Philipp. ap. D.18.167; ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐ. follow them (as authorities), Isoc.11.38: c. dat.pers., Arist.EN1096b7. 5 attend to, i.e. execute, a task, τῷ πραττομένῳ Pl.R.370c; wait upon, of bees, τοῖς βασιλεῦσι Arist.GA 760b15. 6 supervise, attend to, τῇ ἐγχύσει τοῦ γλεύκους PPetr.2p.136 (iii B.C.), cf. PAmh.2.40.24 (ii B.C.), etc.: abs., POxy.1024.33 (ii A.D.), etc. 7 concur, PFay.24.19 (ii A.D.). 8 verify, check, PEleph.10.8 (iii B.C.), PGen.22.1 (i A.D.), etc. II accompany, result, accrue, τινί Phld.Ir.p.59 W., al.: βλάβος, ζημία ἐ., PRyl.126.19 (i A.D.), BGU3.14 (iii A.D.). 2 τὰ ἐπακολουθοῦντα σημεῖα confirmatory, authenticating signs (cf. 1.7), Ev.Marc.16.20. 3 of the offspring of cattle, πρόβατα σὺν τοῖς -οῦσι ἄρνασι POxy.245.11 (i A.D.), cf. 244.9 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 896] darauf, nachfolgen, τινί, Ar. Vesp. 1328; Plat. Phil. 27 a u. öfter; vom Feinde, verfolgen, Thuc. 4, 128, Xen. u. A. – Auch von leblosen Dingen, nachgeben, ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ Xen. Cyr. 7, 3, 8; – μέμψις τινὶ ἔκ τινος Pol. 30, 9, 10. Uebertr., τοῖς λεγομένοις Isocr. 15, 56; λόγῳ Plat. Theaet. 168 e; λέγουσι, im Ggstz von ἀπολείπεσθαι, mit dem Verstande folgen, verstehen, Soph. 243 a. – Im Handeln nachfolgen, Etwas nach einem Anderen thun, Xen. Hell. 7, 1, 40; – τοῖς πάθεσι, nachgeben, Dem. 26, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπακολουθέω: ἀκολουθῶ ἀμέσως ἢ ἐκ τοῦ πλησίον τινά, διώκω, τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1328, Πλάτ. Ἀπολ. 23C, κ. ἀλλ.· - ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Θουκ. 5. 65, κτλ.· καὶ ἅμα ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν (ἐξυπ. τῇ τοῦ Κύρου δεξιᾷ)· ἀπεκέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων Ξεν. Κύρ. 7. 3, 8. 2) καταδιώκω ἐχθρόν, Θουκ. 4. 128, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1, κτλ. 3) παρακολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, νοῶ, καταλαμβάνω, καθ’ ὅσον δυνατὸν μάλιστ’ ἀνθρώπῳ ἐπακολουθῆσαι Πλάτ. Φαίδων 107Β· τοῖς λεγομένοις ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 861C· τοῖς λέγουσι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 243Α· κάλλιστ’ ἐπακολουθεῖς ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 936Α, κτλ, 4) ἕπομαι, ἤτοι ὑπακούω, συμμορφοῦμαί τινι, τοῖς πάθεσι Δημ. 805. 24˙ αὐτῶν τῇ προαιρέσει Φίλιππος παρὰ Δημ. 284. 6˙ ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐπ. Ἰσοκρ. 228D. 5) παρακολουθῶ τι ἢ ἀφοσιοῦμαι εἴς τι, ἀλλ’ ἀνάγκη τὸν πράττοντα τῷ πραττομένῳ ἐπακολουθεῖν μὴ ἐν παρέργου μέρει Πλάτ. Πολ. 370Β˙ ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐπηκολούθουν;
1 suivre de près, poursuivre : τινι qqn ; abs. poursuivre l’ennemi;
2 suivre l’impulsion de qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀκολουθέω.