ὁλόσχοινος

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόσχοινος Medium diacritics: ὁλόσχοινος Low diacritics: ολόσχοινος Capitals: ΟΛΟΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: holóschoinos Transliteration B: holoschoinos Transliteration C: oloschoinos Beta Code: o(lo/sxoinos

English (LSJ)

ὁ,

   A club-rush, Scirpus Holoschoenus, Thphr.HP4.12.1,9.12.1, Dsc.4.52 : used in wicker-work, sts., like flax. soaked for use (βεβρεγμένος), sts. without soaking (ἄβροχος), Ael.NA12.43 : hence prov., ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ stop Philip's mouth with an unsoaked rush (for rushes were soaked to make them tough), i.e. without any trouble, Aeschin.2.21 ; so ἀποφράξαι ὁλοσχοίνῳ στόμα AP10.49 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 327] ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, ἄβροχος, zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ στόμα ἀποφράξαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόσχοινος: ὁ, εἶδος σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων σχοινίων, ἴσως τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ ἄλλοτε μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, ἄλλοτε δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ παροιμία, ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως (ἐπειδὴ οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ εἶναι ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· οὕτως, ὁλοσχοίνῳ στόμα ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de jonc marin dont la tige est pleine et compacte, plante ; ◊ prov. ἀπορράπτειν τὸ στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ ESCHN coudre la bouche de qqn avec un jonc sec, càd sans se donner de peine (lui clouer le bec).
Étymologie: ὅλος, σχοῖνος.