ἀναμάρτητος
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
English (LSJ)
ον,
A making no mistake, unerring, X.Cyr.8.7.22, Pl.R.339b. 2 in moral sense, blameless, Hp.Fract.16 (Comp.), cf. Antipho 3.2.10, Men.Epit.487, Phld. Sto.Herc.339.17; sinless, Ev.Jo.8.7, cf. Aristeas 252, Muson.Fr.2p.6H.; ἀ. πολιτεία a faultless form of government, Arist.Pol. 1275b2; ἀ. πρός τινα having done no wrong to a person, Hdt.1.117; τινί 5.39; ἀ. τινός guiltless of a thing, 1.155: τὸ -ητότατον, = ἀναμαρτησία, X.Ages.6.7, cf. Pl.R.477e; πρὸς τὸ ἀ. to preserve from error, Arist.EN1155a13. Adv. -τως without fail, unerringly, X.Mem.2.8.5; without making a mistake, Ps.-Alex.Aphr. in SE15.33; inoffensively, [D.]61.21. II of things, not done by fault, done unavoidably, συμφορά Antipho 3.2.11. 2 unfailing, Dion.Byz.17.
German (Pape)
[Seite 197] der nicht gesündigt hat, τινί, gegen jemand, Her. 5, 39; πρός τινα, Dem. 23, 125; der nicht Schuld ist, πόλις ἀν. τῶν πρότερον καὶ νῦν ἑστεώτων, an dem Vergangenen, Her. 1, 155; aber συμφορά, ein unverschuldetes Unglück, Antiph. 3, β, 11; frei von Irrthum, Plat. Theaet. 146 a; Rep. I, 339 b dem οἷοί τι ἁμαρτεῖν entgegengesetzt, also, unfehlbar, der uicht irren kann; unwandelbar, τάξις, von der Weltordnung, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22. – Adv. ἀναμαρτήτως, ohne zu wanken, unveränderlich, Xen. Mem. 4, 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμάρτητος: -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, ὁ διατελῶν ἐν ἁρμονίᾳ καὶ τάξει, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ἔχων σφάλμα ἢ πταῖσμα, ἄμεμπτος, ἀνεπίληπτος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763· ἀντιτίθεται τῷ οἷός τε ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 339Β· ἀν. πολιτεία, ἄνευ ἐλλείψεως ἢ σφάλματος, τέλειος τύπος κυβερνήσεως, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 9· ἀν. πρός τινα ἢ τινί, ὁ μὴ βλάψας τινά, ὁ μὴ ἐνοχλήσας τινά, Ἡρόδ. 1. 117, 5. 39· ἀναμ. τινός: ἀναμάρτητον ἐοῦσαν καὶ τῶν πρότερον καὶ τῶν νῦν ἑστεώτων, μὴ οὖσαν ὑπαίτιον ἢ ἔνοχον, 1. 155· τὸ ἀν. = ἀναμαρτησία, Ξεν. Ἀγησ. 6. 7, Πλάτ., πρὸς τὸ ἀναμ., πρὸς φύλαξιν ἀπὸ σφάλματος, Ἀριστ. Ἠθ. 8. 1, 2: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπταίστως, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 5· ἀβλαβῶς, ἀσινῶς, Δημ. 1407. 18. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μὴ γενόμενον ἕνεκα σφάλματος, ἀλλ’ ἐξ ἀνάγκης, ἐλεοῦντες τοῦ νηπίου τὴν ἀναμάρτητον συμφορὰν Ἀντιφῶν 122. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 infaillible;
2 innocent, irréprochable ; ἀναμάρτητος τινι qui n’a fait de tort à personne ; ἀναμάρτητος τινος HDT innocent de qch.
Étymologie: ἀ, ἁμαρτάνω.