νήχω

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήχω Medium diacritics: νήχω Low diacritics: νήχω Capitals: ΝΗΧΩ
Transliteration A: nḗchō Transliteration B: nēchō Transliteration C: nicho Beta Code: nh/xw

English (LSJ)

Dor. νάχω (προσ-, q.v.):—

   A swim, νηχέμεναι μεμαώς Od.5.375; νῆχε ib.399; νῆχον πάλιν 7.280; νῆχον ἐπ' ἄκρον ὕδωρ Hes.Sc. 317; νήχει Nic.Al.590:—mostly Med. νήχομαι, part. νηχόμενος Od. 7.276, 14.352, Hes.Sc.211; inf. νήχεσθαι Democr.172: poet. impf. νήχοντο Titanomach.4 (cj. for -οντες): fut. νήξομαι Od.5.364, Timo 32: aor. ἐνήξατο Lyc.76; part. νηξαμένη AP9.36 (Secund.): the Med. forms alone used in later Prose, Plb.3.84.9, 5.48.9, Plu.2.1063b, Luc.Dom.1, Ael.NA3.11, and in compds. (fut. νήξω f.l. in Ael.NA9.25).

German (Pape)

[Seite 255] = νέω, schwimmen; νηχέμεναι μεμαώς Od. 5, 375, öfter; Hes. Sc. 317. – Gew. im med.; νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον, Od. 7, 276; χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος 14, 352, öfter, wie Hes. Sc. 211; auch in sp. Prosa oft, wie Luc. V. H. 1, 30; νήχομαί τι, D. Per. 141; – Paus. 10, 20, 4 u. a. Sp. auch wieder im act.; vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 4, 937.

Greek (Liddell-Scott)

νήχω: Δωρ. νάχω (πρβλ. προσ-)· μέλλ. νήξω Αἰλ. π. Ζ. 9. 25· -κολυμβῶ, νηχέμεναι μεμαὼς Ὀδ. Ε. 375· νῆχε αὐτόθι 399· νῆχον πάλιν Η. 280· νῆχον ἐπ’ ἄκρον ὕδωρ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· - κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. νήχομαι, μετοχ. νηχόμενος Ὀδ. Η. 276., Ξ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311· ἀπαρ. νήχεσθαι Ἀλκαῖ. 104· ποιητ. παρατ. νήχοντο Σοφ. παρ’ Εὐστ. 1389. 8· μέλλ. νήξομαι Ὀδ. Ε. 364· ἀόρ. ἐνήξατο Λυκόφρ. 76, Διον. Π. 141· νηξάμενος Ἀνθ. Π. 9. 36· παθ. μέλλ. νηχήσομαι Χρησμ. Σιβ. 2. 209· - πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, προσ-, συννήχομαι, κτλ. - Τὸ ἀποθ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς διανήχομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11, Πλούτ. 2. 161F, 1063Β, Λουκ. κτλ.· τὸ δὲ ἐνεργ. οὐδαμοῦ, διότι ἐν Παυσ. 10. 20, 7, διωρθώθη νεῖν ἐξ Ἀντιγράφ.

French (Bailly abrégé)

nager;
Moy. νήχομαι (ao. part. fém. νηξαμένη) m. sign.
Étymologie: p. *σνήχω, de la R. Σνα, Να, couler ; cf. νᾶμα, ναῦς, lat. nare, natare, navis.