περισχίζω
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
A slit and tear off, ἐσθῆτα Plu.Cic.36, Luc.DMeretr.8.1 ; κιτῶνα BGU22.16 (ii A. D.); slit open, Arist.HA550a30 :—Pass., π. τῷ μετώπῳ κόμη Poll.2.25. II Pass., of a river, περισχίζεσθαι τὸν χῶρον to split round a piece of land, i.e. divide into two branches and surround it, Hdt.9.51 ; π. περὶ τὸ χωρίον Plb.3.42.7, etc.: abs., of a stream of men, part and go different ways, περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν Pl.Prt. 315b ; of light, αὐγὴ πολλαχοῦ π. Plu.2.407e, cf. Thphr.Ign.52 ; of sound, Sch.Poll.2.116. III strip of all his clothes, τινα Arr.Epict.1.25.30.
German (Pape)
[Seite 595] rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; ἐσθ ῆτα, Plut. Cic. 36; τινά, Einem die Kleider abreißen, Arr. ep. 1, 25; vgl. Arist. H. A. 5, 18. – Aber περισχίζεσθαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her theilen und sie von beiden Seiten umfließen, Her. 9, 51; vgl. Pol. 3, 42, 7; περισχισθεὶς ὁ ῥοῦς περὶ τὴν πόλιν, 4, 43, 7; – u. so von Menschen, ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν, Plat. Prot. 315 b.
Greek (Liddell-Scott)
περισχίζω: μέλλ. -ίσω, σχίζω ὁλόγυρα, διασχίζω, ἐσθῆτα Πλουτ. Κικ. 36, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 1· π. τὰ ᾠά, θραύω καὶ ἀνοίγω, διαρρήγνυμι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 8. ― Παθητ., περισχιζομένην τῷ μετώπῳ (κόμην), χωριζομένην ἐν τῷ μετώπῳ, Πολυδ. Β΄, 25. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., ὡσαύτως ἐπὶ ποταμοῦ, περισχίζομαι τὸν χῶρον, διασχίζομαι εἰς δύο καὶ περιβάλλω μέρος τι, ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος κτλ. Ἡρόδ. 9. 51· οὕτω, π. περὶ τὸ χωρίον Πολύβ. 3. 42, 7, κτλ.· πρβλ. περιρρήγνυμι ΙΙ· ― οὕτως ἀπολ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων, διαχωρίζομαι καὶ ὑπάγω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν Πλάτ. Πρωταγ. 315Β· ἐπὶ φωτός, αὐγὴ πολλαχοῦ π. Πλούτ. 2. 407Ε· ἐπὶ ἤχου, Πολυδ. Β΄, 116· ἐπὶ φροντίδος, καὶ φροντὶς αὐτῆς οὐ περισχίζεται, οὐ περισπᾶται εἰς ἄλλα, Κλήμ. Ἀλ. 236. ΙΙΙ. ἀπογυμνώνω τῶν ἐνδυμάτων πάντων, τινὰ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 25, 30· πρβλ. περιρρήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
fendre ou déchirer tout autour : ἐσθῆτα PLUT un vêtement;
Moy. περισχίζομαι se séparer, se diviser : χῶρον HDT autour d’un pays, d’un territoire en parl. d’un fleuve qui se divise en deux bras ; p. ext. se séparer, se partager.
Étymologie: περί, σχίζω.