εἰσέχω

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσέχω Medium diacritics: εἰσέχω Low diacritics: εισέχω Capitals: ΕΙΣΕΧΩ
Transliteration A: eiséchō Transliteration B: eisechō Transliteration C: eisecho Beta Code: ei)se/xw

English (LSJ)

used intr. by Hdt.,

   A stretch into, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης a bay running in from the north sea towards Ethiopia, Hdt.2.11 ; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐσέχει ἐς ποταμόν Id.1.193 ; ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα the chamber opened into the men's apartment, Id.3.78 ; ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος the sun shining into the house, Id.8.137 : abs., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (sc. ἐς τὴν γῆν) Id.2.138.    II in pictures, τὸ ἐσέχον is the retiring part, the shade, opp. ἐξέχον (the high lights), Philostr. VA 2.20.    b στέρνα ἐσέχοντα hollow chests, Id.Gym.35.

German (Pape)

[Seite 743] (s. ἔχω), hineinreichen, sich hineinerstrecken, ἐς ποταμόν, ἐς θάλασσαν, Her. 1, 193. 2, 158 u. öfter; κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐςέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, der sich nach Aethiopien hineinerstreckt, 2, 12; Plut. Alex. 44. Aehnlich θάλαμος ἐςέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, hat einen Ausgang dahin, Her. 3, 78; ἐς τὸν οἶκον ἐςέχων ὁ ἥλιος, die in das Haus hineinscheinende Sonne, 8, 137. – In Gemälden ist τὸ εἰσέχον der Schatten, Philostr. v. Apoll. 2, 20.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέχω: μέλλ. -ξω, ἐν χρήσει ἀμεταβ. παρ’ Ἡροδ., ἐκτείνομαι πρός, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, κόλπος εἰσχωρῶν ἐκ τῆς βορείου θαλάσσης πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν, Ἡρόδ. 2. 11· ἡ διῶρυξ ἐσέχει ἐς ποταμὸν ὁ αὐτ. 1. 193· ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, θάλαμος ἔχων ἔξοδον εἰς τὸν ἀνδρῶνα, ὁ αὐτ. 3. 78· ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος, εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκίαν, λάμπων εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. 8. 137· - ἀπολ., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (ἐνν. εἰς τὴν γῆν) ὁ αὐτ. 2. 138. ΙΙ. ἐπὶ εἰκὸνων, τὸ ἐσέχον εἶναι τὸ ἐν τῇ σκιᾷ μέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξέχον, τὸ ἐν τῷ φωτί, Φιλόστρ. 72.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσέξω, etc.
1 se porter dans ou sur : ἐς θάλασσαν HDT, ἐς ποταμόν HDT tomber dans la mer, dans un fleuve en parl. de canaux ; ἐς τὸν οἶκον HDT entrer dans la maison (par la cheminée) en parl. du soleil ; ἐς τὸν ἀνδρεῶνα HDT donner (càd avoir issue) sur l’appartement des hommes;
2 s’étendre jusqu’à : ἐπ’ Αἰθιοπίης HDT jusqu’à l’Éthiopie en parl. d’un golfe.
Étymologie: εἰς, ἔχω.