βωμολόχος
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
German (Pape)
[Seite 469] ὁ, nach VLL. ὁ λοχῶν καὶ κρυφίως ὑποκαθήμενος περὶ τοὺς βωμοὺς ἐπὶ τῷ ἁρπάζειν τὰ ἐπιτιθέμενα θύματα, = οἱ ἐπὶ τοῖς βωμοῖς λοχῶντες, ὅ ἐστι καθεζόμενοι, καὶ μετὰ κολακείας προσαιτοῦντες, also an den Altären lauernd, um vom Opfer od. von den Opfernden etwas zu erlangen, zu betteln, Lumpengesindel, Bettlerpack; καὶ ἀγοραῖοι Luc. merc. cond. 24. Bes. von denen, die durch Schmeichelei od. Possenreißen eine Mahlzeit zu erhaschen suchen, Possenreißer, Arist. Eth. 2, 7. 4, 14; Speichellecker, Ar. Equ. 1355 Ran. 1083; so auch ἔπη 358; vgl. βωμολόχον τι ἔξευρε, ersinne einen Kniff, Equ. 1190; übh. von ränkevollen Menschen, neben ἀναίσχυντος καὶ πατραλοίας Nubb. 900; πανοῦργος καὶ ψευδολόγος Ran. 1517; so bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολόχος: ον (λοχάω), κυρίως ὁ περὶ τοὺς βωμοὺς παραμένων ἵνα ζητήσῃ ἤ κλέψῃ μέρος τοῦ ἐκεῖ προσφερομένου κρέατος, ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα Φερεκρ. Τυρ. 2· ἐντεῦθεν, ἐπαίτης πάσχων ὑπὸ πείνης, Λουκ. Μισθ. Συν. 24, πρβλ. Plaut. Rud. 1. 2, 52, Ter. Eun. 3. 2, 38· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, 2) μεταφ., ἐπὶ τῶν δυναμένων καὶ δεχομένων νὰ πράξωσιν οἱανδήποτε χαμερπῆ ἐργασίαν, ἵνα κερδήσωσι τὸν ἄρτον, ἀγροίκως ἀστεϊζόμενος, ἀναίσχυντος καὶ φλύαρος γελωτοποιός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1358, Βατρ. 1085, 1521, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
litt. : qui se tient aux aguets près de l’autel ; d’où
1 mendiant;
2 charlatan, bouffon ; τὸ βωμολόχον PLUT bouffonnerie.
Étymologie: βωμός, λόχος.