ἐποικτείρω
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
or ἐποικτ-ίρω,
A have compassion on, τινα Xenoph.7.3, S.Aj. 121, OT671, etc.: abs., A.Ag.1069. (Written -ειρ- Isyll.72 ; v. οἰκτείρω.)
German (Pape)
[Seite 1007] bemitleiden, τινά, Soph. Ai. 121 u. sp. D., wie Arat. 412; Ep. ad. 513 (Xenophanes VII, 120); auch in später Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικτείρω: (ἐξ ἐπιγραφ. ἀπὸ 550 μέχρι τοῦ 350 π.Χ. ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ὀρθὴ γραφὴ τοῦ ῥήματος τούτου εἶναι οἰκτίρω, διὰ τοῦ ι, ἴδε Meisterhans Grammatik der Att, Ins. σ. 87), αἰσθάνομαι οἶκτον, ἔλεος, ἐπί τινι, καὶ ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτεῖραι, καὶ τόδε φάσθαι ἔπος Ξενοφάν. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 120, 2· οἰκτίρω τινὰ ἐπί τινι, ἐποικτίρω δέ νιν Σοφ. Αἴ. 121, Ο. Τ. 671, κτλ.· ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1069.