σφαιρικός

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρικός Medium diacritics: σφαιρικός Low diacritics: σφαιρικός Capitals: ΣΦΑΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sphairikós Transliteration B: sphairikos Transliteration C: sfairikos Beta Code: sfairiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A globular, spherical, Placit.1.14.2, al., Cleom.1.1, al., Arist.PA680b14 (v.l.), Ptol.Geog.1.20.2. Adv. -κῶς like a globe, spherically, Arist.Mu.393a1, Plu.2.404f.    2 σ. ἀριθμός, = ἀποκαταστατικὸς (q.v.) ἀριθμός, Nicom.Ar.2.17, Theol.Ar.48, cf. σφαιροειδής 1.2.    II of a sphere, ἐπιφάνεια Euc.Opt.23 (recens.Theonis); προϋφέστηκεν ἡ γεωμετρία τῆς σφαιρικῆς (sc. ἐπιστήμης) Procl. in Euc.p.37 F.: Dor. fem. σφαιρικά, ἁ, Archyt.1.    2 concerning the celestial spheres, σφαιρικὰ . . [τέχνα] Ἀράτου IG12(5).891.4 (Tenos); ὁ σ. λόγος the doctrine of the spheres, D.S.4.27; so τὰ σ. AP11.318 (Phld.), Porph. ap. Eus.PE3.7, Jul.Or.4.148b; ἡ τῶν Θεοδοσίου σφαιρικῶν ἀστρονομία, a work cited by Olymp. in Phlb. p.280 S.; called τὰ Θεοδοσίου σ. by Sch.Autol.p.4 H., and still extant with the latter title (ed. J. L. Heiberg, Abh. d. Gesellsch. d. Wiss.zu Göttingen, Phil.-Hist.Kl., N.F. xix 3, Berlin 1927).    III ἡ -κή (sc. τέχνη), = ἡ σφαιριστική, Ath.1.14e, 15c.    IV -κόν, τό, name of an eye-salve, Gal.12.784.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρικός: -ή, -όν, σφαιροειδής, ἔχων σχῆμα σφαίρας, Πλούτ. 2. 883Β, διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 35, Πτολ., κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς σφαῖρα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 5, Πλούτ. 2. 404F. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς σφαῖραν ἢ περὶ σφαίρας πραγματευόμενος, τὰ σφαιρικά, ἡ γεωμετρικὴ διδασκαλία περὶ σφαίρας, Εὐκλείδ. 2) ὁ περὶ τῆς οὐρανίας σφαίρας ἢ ὁ περὶ αὐτῆς πραγματευόμενος, ὁ σφ. λόγος, ἡ διδασκαλίαδοξασία περὶ τῶν σφαιρῶν, Διόδ. 4. 27· οὕτω, τὰ σφαιρικὰ Ἀνθ. Π. 11. 318, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 98C· ἡ τῶν σφ. ἀστρονομία, σύγγραμα μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ὀλυμπιοδ.· ὡσαύτως ἡ σφραιρικὴ (ἐξυπακ. ἐπιστήμη) Ἰάμβλ., Νικόμ. ΙΙΙ. ἡ σφαιρικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) = ἡ σφαιριστική, Ἀθήν. 14C, 15C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
en forme de sphère, sphérique.
Étymologie: σφαῖρα.