συγκάμνω
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
A labour or suffer with, sympathize with, σοῖς πήμασι A. Pr.414 (lyr.), cf. 1059 (anap.); κακοῖσι σοῖσι E.Alc.614; συγκαμνούσης [τῇ γαστρὶ] τῆς ζωτικῆς δυνάμεως Gal.15.599; [ἡ ψυχὴ] συννοσεῖ [τῷ σώματι] καὶ συγκάμνει Plu.2.137d. 2 work with, τινι S.El.987, PSI9.1075.6 (v A.D.); τῇδε χθονί E.Rh.396; ἕν μοι . . σύγκαμε Id.HF1386; τὰ πολλά Paus.8.14.9: abs., S.Aj.988; συγκαμὼν δορί with the spear, E.Rh.326.
German (Pape)
[Seite 964] (s. κάμνω), mit arbeiten, sich anstrengen, ἀδελφῷ, Soph. El. 975, vgl. Ai. 967, Eur. Rhes. 396; συγκαμὼν δορί, 326; mit leiden, κακοῖσι σοῖσι συγκάμνων, Alc. 614; Mitleid haben, Aesch. Prom. 414.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάμνω: συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) ἐργάζομαι, κοπιῶ μετά τινος, ὑποφέρω μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.
French (Bailly abrégé)
f. συγκαμοῦμαι, ao.2 συνέκαμον;
1 travailler ou faire effort avec, aider, assister, τινι;
2 compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, κάμνω.